F. Pouqueville: Ταξίδια στην Ελλάδα

Louis Dupré, Portrait of M. Fauvel

Μετ. Ἄλκη Αγγέλου περ. ΕΠΟΧΕΣ, τ. 44 Δεκέμβριος 1966

[…] Τὸ σπίτι τοῦ ἁπλοῦ καὶ σεμνοῦ φιλόσοφου, ποὺ ὑπηρετεῖ τὸν βασιλιὰ μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ πρόξενου καὶ πλουτίζει τὰ γράμματα μὲ τὶς ἀναζητήσεις του, εἶναι κτισμένο ἀπὸ τὰ ὑπολείμματα τῶν ἀνακτόρων τοῦ Περικλῆ, τῆς Ἀσπασίας καὶ τῶν οἰκοδομημάτων ποὺ ἐστόλιζαν ἄλλοτε τὴν Ἀθήνα. Οἱ τοῖχοι τῆς αὐλῆς του εἶναι στολισμένοι μὲ ἐπιτύμβιες στῆλες καὶ μὲ μάρμαρα φορτωμένα ἐπιγραφὲς ἀφιερωμένες στοὺς ἥρωες καὶ στοὺς πολῖτες ποὺ εἶχαν φανεῖ ἄξιοι τῆς πατρίδας. Στὴν εἴσοδο τοῦ ταπεινοῦ αὐτοῦ ἄδυτου, ποὺ εἶναι γεμάτο ἀπὸ τόσα ὑπολείμματα τῆς σεπτῆς ἀρχαιότητας, παρατηρεῖ κανεὶς μιὰ σαρκοφάγο ἀπὸ λευκὸ μάρμαρο• ἡ βάση στὴν εἴσοδο, ποὺ χρησιμεύει γιὰ τὴν ἐφίππευση, προσφέρει τὴν διαθήκη ἑνὸς Ἀθηναίου γιὰ τὴν διανομὴ κρασιοῦ στοὺς συμπολίτες του κατὰ τὴν γιορτὴ τῶν Παναθηναίων. Ἀριστερά, στὴν εἴσοδο τῆς αὐλῆς, βλέπει κανεὶς σ’ ἕνα ὑπόβαθρο τὸ ὄνομα τοῦ Ἀνακρέοντα, τοῦ ὁποίου εἶχαν στήσει ἕνα ἄγαλμα μέσα στὴν Ἀκρόπολη. Πολὺ κοντά, ἕνας κίονας ἀπὸ πεντελικὸ μάρμαρο ὑποβαστάζει ἕνα τόσο τέλειο ἰωνικὸ κιονόκρανο, ποὺ θὰ πίστευε κανεὶς ὅτι ἔγινε μὲ κάποιο μηχάνημα. Ἡ στοὰ ἀπὸ δεξιὰ ὑποβαστάζεται ἀπὸ ἀτόφιους κέδρινους δοκοὺς ποὺ τοὺς βρῆκαν μέσα σὲ τάφους. Πάνω σὲ πλάκες ἐντοιχισμένες στὸν τοῖχο στὸν ὁποῖο στηρίζεται ἡ στοὰ αὐτή, μπορεῖ νὰ διαβάσει κανεὶς δημόσια ψηφίσματα, ἐπιθανάτιους ἀποχαιρετισμούς, ἀφιερώσεις καὶ τιμητικὲς μνεῖες γιὰ ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν προσφέρει ξεχωριστὲς ὑπηρεσίες στὸ Κράτος.

Ἡ ἀνοικτὴ σκάλα ἀπὸ τὴν ὁποία ἀνεβαίνουμε στὰ διαμερίσματα τοῦ πρόξενου θὰ ἄξιζε μόνη της μιὰ περιγραφή: βλέπει κανεὶς ἐκεῖ σελίδες ὁλόκληρες ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς χαραγμένους πάνω στὸ μάρμαρο καταλόγους, ὅπου οἱ Ἀθηναῖοι ἔγραφαν τὰ χρονικά τους. Ἡ ἐξωτερικὴ στοά, τὸ ἴδιο πλούσια, εἶναι γεμάτη ἀπὸ πλῆθος ἀρχαιότητες, οἱ περισσότερες ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι νεκρολογίες, κατάλογοι πολιτῶν καὶ ἀρχόντων• τέλος, ἕως τὰ κεραμίδια ἀκόμη ὑπάρχουν ἐπιγραφὲς χαραγμένες ἀπὸ τεχνίτες πρὶν ἀπὸ τὸ ψήσιμο.

Στὸ δωμάτιο πού μοῦ παραχωρήθηκε, μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ φιλοξενούμενου καὶ τοῦ φίλου, εἶδα γύψινα ὁμοιώματα ἀπὸ ἀγάλματα ποὺ εἶχαν ἀνα-καλυφθεῖ πρόσφατα στὴν Αἴγινα ἀπὸ μία ἐταιρία ἐρασιτεχνῶν, οἱ ὁποῖοι καταγίνονται μὲ τὴν ἀρχαιολογία ὁμαδικά. «Δὲν ἔχουν, μοῦ εἶπε ὁ Fauvel, οὔτε τὴν χάρη οὔτε τὸ ὕφος τῆς Σχολῆς τοῦ Φειδία, εἶναι τέχνη ὑπεραρχαία (hyperantique) καὶ μόνο γι’ αὐτὸ ἀξίζουν. Δώσαμε ὀνόματα σ’ αὐτὲς τὶς διαφορετικὲς μορφές• ἔτσι βλέπετε Πάτροκλο, Αἴαντα ἢ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἥρωα θὰ θέλατε, γιατί ἡ ἀρχαιολογία ἀφήνει εὐρὺ περιθώριο γιὰ συμπεράσματα. Ἕνα πρᾶγμα ὅμως μένει ἀναμφισβήτητο: ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἀνεκάλυψαν τὰ ἀντικείμενα αὐτὰ δὲν ἔχασαν τὸν καιρό τους.

Μετὰ τὸ γεῦμα ἐπισκεφθήκαμε τὸ ἐργαστήριο τοῦ μαίτρ. Εἶδα μέσα ἐκεῖ ἕνα γύψινο ἀνάγλυφο, ποὺ τὸ προόριζε γιὰ τὸ σπουδαστήριο τοῦ Βασιλέα• ἦταν ἡ ἀναπαράσταση τῆς Ἀθήνας τοῦ Παυσανία μὲ ὅλα τὰ μνημεῖα της, τὶς χωροσταθμήσεις της καὶ τὶς ἀνωμαλίες τοῦ ἐδάφους. Σ’ ἔνα ἄλλο κέρινο ἀνάγλυφο ἐξέτασα τὰ λιμάνια καὶ τοὺς ὅρμους τοῦ Πειραιᾶ, τοῦ Φαλήρου καὶ τῆς Μουνιχίας• οἱ ἐργασίες αὐτὲς τὸν εἶχαν ἀπασχολήσει ἀρκετὰ χρόνια. Ὁ κῆπος μέσα στὸν ὁποῖο μπήκαμε ἔπειτα ἦταν τὸ ἴδιο πλούσιος μὲ τὴν αὐλὴ τοῦ Προξενείου σὲ ἐπιτύμβιες στῆλες καὶ ἐπιγραφές. Ἐρώτησα τὸν κ. Fauvel, ποὺ ἦταν τότε 62 ἐτῶν, ἂν ἐπρόκειτο νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν δημοσίευση τοῦ περιεχομένου τοῦ Μουσείου του. — Τὸ ἔχω σκεφθεῖ, μοῦ ἀπάντησε. Φοβοῦμαι ὅμως μήπως θὰ τὸ σκεφθεῖ ἀκόμη γιὰ καιρό: «ruit hora volucri simillima somno», τοῦ ἀπάντησα. Νά, τι δὲν θέλουμε ποτὲ νὰ λάβουμε ὑπόψη μας, σὰν νὰ εἴμαστε κύριοι τοῦ χρόνου.

Μετὰ τὴν δύση τοῦ ἥλιου, μπῆκα στὸ σπουδαστήριο τοῦ κ. Fauvel γιὰ νὰ ἐξετάσω τὸ χαρτοφυλάκιο μὲ τὸ πλῆθος τὰ σχέδια ποὺ εἶχε κάνει κατὰ τὸ διάστημα τῶν ταξιδιῶν του. Θαύμασα τὰ ἐσωτερικὰ σχέδια ἀπὸ τὰ κυριώτερα τζαμιὰ τοῦ Καΐρου, τὰ ὁποῖα εἶχε ἀποτυπώσει πρὶν ἀπὸ τὴν ἀποστολὴ τῶν Γάλλων στὴν Αἴγυπτο: ντυμένος δερβίσης εἶχε εἰσχωρήσει σὲ μέρη ἀποσπέλαστα ἕως τότε γιὰ τοὺς χριστιανούς, καὶ δὲν ἀμφιβάλλω ὅτι ἂν τὸ εἶχε ἐπιχειρήσει, θὰ εἶχε πραγματοποιήσει μὲ ἐπιτυχία τὸ ταξίδι τῆς Μέκκας καὶ τῆς Μεδίνας. Μὲ πληροφόρησε πὼς εἶχε ἀνέβει στὴν στήλη τοῦ Πομπήιου στὴν Ἀλεξάνδρεια, στὶς 10 Αὐγούστου τοῦ 1792, καὶ ὅτι εἶχε τοποθετήσει ἐπάνω τὴν ἐπιγραφὴ ἀπὸ τενεκὲ χαραγμένη μὲ τὸ ζουμπά, τὴν ὁποία εἶχε ξαναβρεῖ ἐκεῖ τὸ 1798 ὁ διάσημος συνάδελφός μας Conté.

Ὕστερα περιεργαστήκαμε ἕνα πλῆθος ἀντικείμενα ποὺ εἶχαν βρεθεῖ στοὺς τάφους. Κάτω ἀπὸ τὰ μάτια μας ξαναπρόβαλε ἡ ἱστορία τῶν περασμένων αἰώνων. Εἶδα τὸν πίνακα μιᾶς γαμήλιας πομπῆς ζωγραφισμένης στὴν περιφέρεια ἑνὸς ἀγγείου, ἐργασία τῶν καλλιτεχνῶν τῆς Παραλίας• ἐπάνω σὲ ἀλλὰ ἀγγεῖα ἔβλεπε κανεὶς παιχνίδια, μάχες καὶ ἁρματοδρομίες.

Ὕστερα μοῦ ἔδειξε εἴδωλα, στολίδι κάποιας οἰκογενειακῆς ἑστίας• παιχνίδια γιὰ τὰ παιδιὰ καὶ κουδουνίστρες στολισμένες ποὺ ἀνῆκαν πιθανῶς σὲ κάποιους ἑκατόνταρχους τοῦ Σύλλα. Μοῦ ἔδειξε μία καλὴ θεά, ἀντικείμενο λατρείας κάποιας κομψῆς μυημένης στὰ μυστήρια τῆς Μεγάλης Ἀνατολῆς τῶν ἱερέων τῆς Φρυγίας• οἰκιακὰ σκεύη ἄξια μὲ τὴν ἁπλότητά τους τῆς γλυκιᾶς Μελίτης τῆς γυναίκας τοῦ Φωκίωνα• μιὰ πούδρα ποὺ ἴσως νὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν τουαλέττα τῆς Ἀσπασίας καὶ ἕνα ἀνθρώπινο σαγόνι μὲ τὸν ὀβολὸ γιὰ τὸν Χάροντα σφηνωμένο ἀνάμεσα στὰ δόντια. Ἐξετάσαμε ὕστερα τὰ βάρη καὶ τὶς ὑποδιαιρέσεις τους, καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ μέτρα μήκους καὶ χωρητικότητος ποὺ χρησιμοποιοῦσαν στὴν Ἀττική.
[…]

Read Previous

Γιάννη Μηλιάδη: «Καταστρέφειν καὶ χαίρειν»

Read Next

Salvatore Settis: Η αιωνιότητα των ερειπίων