Από το Ταξιδεύοντας (Ὁ Μοριᾶς), ἐκδ. Ἑλ. Καζαντζάκη, Ἀθήνα 1969
Τὸ πρόσωπο τῆς Ἑλλάδας εἶναι ἕνα παλίμψηστο ἀπὸ δώδεκα κύριες ἀπανωτὲς γραφές: Σύγχρονη, τοῦ Εἰκοσιένα, τῆς Τουρκοκρατίας, τῆς Φραγκοκρατίας, τοῦ Βυζάντιου, τῆς Ρώμης, τῆς Ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς, τῆς Κλασικῆς, τοῦ Δωρικοῦ μεσαίωνα, τῆς Μυκηναϊκῆς, τῆς Αἰγαιικῆς, τῆς Λίθινης.
Στέκεσαι σὲ μιὰ σπιθαμὴ ἑλληνικῆς γῆς καὶ σὲ κυριεύει ἀγωνία. Μνῆμα βαθύ, δώδεκα πατωσιές, κι ἀνεβαίνουν φωνὲς καὶ σὲ κράζουν. Ποιὰ νὰ διαλέξεις; Κάθε φωνὴ καὶ ψυχή, κάθε ψυχὴ λαχταρίζει τὸ σῶμα της, κι ἡ καρδιά σου ταράζεται καὶ δὲν ἀποφασίζει. Γιὰ ἕναν Ἕλληνα, τὸ ταξίδι στὴν Ἑλλάδα εἶναι γοητευτικό, ἐξαντλητικὸ μαρτύριο. Οἱ φωνὲς ποὺ περισσότερο γοητεύουν δὲν εἶναι ἐκεῖνες ποὺ ξυπνοῦν μέσα στὰ φρένα του τὶς πιὸ ὑψηλὲς κι ἀκατάδεχτες ἔγνοιες• καὶ πάλι ντρέπεται νὰ κάμει χατίρι καὶ νὰ ξυπνήσει τοὺς πιὸ ἀσήμαντους καὶ πιὸ ἀγαπημένους νεκρούς. Ὅταν σταθεῖς δίπλα σὲ μιὰν ἀνθισμένη ροδοδάφνη τοῦ Εὐρώτα, ἀνάμεσα Σπάρτης καὶ Μυστρᾶ, ἀρχίζει ἡ φοβερὴ προαιώνια πάλη ἀνάμεσα καρδιᾶς καὶ νοῦ. Ὅλη ἡ καρδιά σου ὁρμάει ν’ ἀναστήσει ἕνα χλωμὸ θανατογραμμένο κορμὶ καὶ θέλει νὰ ξαναγυρίσει πίσω τὸν τροχὸ τοῦ καιροῦ, στὶς 6 τοῦ Γενάρη 1449, ποὺ ἐδῶ πάνω στὸ Μυστρᾶ δέχτηκε τὸ κορμὶ τοῦτο τὴ μαρτυρικὴ λιγόζωη κορόνα. Πλῆθος πατρικοὶ στεναγμοὶ καὶ μουρμουρίσματα ἀπὸ δημοτικὰ τραγούδια καὶ λαχτάρες τοῦ Γένους σὲ σπρώχνουν νὰ κάμεις χατίρι• μὰ ὁ νοῦς ἀντιστέκεται, γυρίζει κατὰ τὴ Σπάρτη, ἀγριεύει, μάχεται νὰ νικήσει τὴν αἰσθηματικὴ τούτη νοσταλγία καὶ νὰ σμίξει μὲ τοὺς αἰώνιους ἐφήβους.
Γιὰ ἕναν ξένο, τὸ προσκύνημα στὴν Ἑλλάδα εἶναι εὔκολο, γίνεται χωρὶς μεγάλο σπαραγμό• ὁ νοῦς του, λυτρωμένος ἀπὸ αἰσθηματικὲς περιπλοκές, ὁρμάει καὶ βρίσκει τὴν οὐσία τῆς Ἑλλάδας. Μὰ γιὰ τὸν Ἕλληνα, τὸ προσκύνημα τοῦτο περιπλέκεται μ’ ἐλπίδες καὶ φόβους, μὲ στενοχώριες καὶ μὲ ὀδυνηρὴ σύγκριση. Ποτὲ δὲ βγαίνει καθαρή, χωρὶς ὑστεροβουλία, ἡ σκέψη, ποτὲ ἀναίμαχτη ἡ ἐντύπωση. Ἕνα ἑλληνικὸ τοπίο δὲ δίνει σέ μᾶς —ἂν ξέρουμε ν’ ἀκοῦμε καὶ ν’ ἀγαποῦμε— μιὰν ἀφιλόκερδη ἀνατριχίλα ὡραιότητας. Ἔχει ἕνα ὄνομα τὸ τοπίο, συνδέεται μὲ μιὰν ἀνάμνηση— ἐδῶ ντροπιαστήκαμε, ἐδῶ δοξαστήκαμε, αἵματα ἀνεβαίνουν ἢ θεῖα ἀγάλματα ἀπὸ τὰ χώματα, καὶ μονομιᾶς τὸ τοπίο μετουσιώνεται σὲ πλούσια, πολυπλάνητη Ἱστορία, κι ὅλη ἡ ψυχὴ τοῦ Ἕλληνα προσκυνητῆ ἀναστατώνεται.
[…]
Άπό: Ποιήματα, έκδ. ΙΚΑΡΟΣ, 20η ἔκδ,, Άθῆναι 2000 Καὶ ψυχὴ εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὐτὴν εἰς ψυχὴν αὐτῇ βλεπτέον: τὸν ξένο καὶ τὸν ἐχθρὸ τὸν...
Γιάννης Ρίτσος, Δελφοί Ποιήματα, Τόμος Δ’, 10η έκδοση, ἐκδ. Κέδρος, Ἀθήνα 1984, σελ. 300. Τί λίγο πού κρατάνε — ὄχι μονάχα οἱ ἀνθρῶποι, μά καί...
Αποσπάσματα. Μετάφρασις Π. Κ. Χρήστου, περ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ, Φεβρουάριος 1993 5. Ἐγὼ ὅμως ἐνόμιζα ὅτι αὐτὰ ἐλέγονταν ἀπὸ ἐκείνους μὲ μιὰ δόσι ὑπερβολῆς, ἀλλὰ τώρα βλέπω...
Το κείμενο αυτό είναι προλογικό σημείωμα στο αφιέρωμα της Εποπτείας ‘Ζώντας ανάμεσα στα ερείπια’. Το ζητούμενο του αφιερώματος είναι η μοίρα των μνημείων. Το προλογικό...
Από το Ταξιδεύοντας (Ὁ Μοριᾶς), ἐκδ. Ἑλ. Καζαντζάκη, Ἀθήνα 1969 Τὸ πρόσωπο τῆς Ἑλλάδας εἶναι ἕνα παλίμψηστο ἀπὸ δώδεκα κύριες ἀπανωτὲς γραφές: Σύγχρονη, τοῦ Εἰκοσιένα,...
Από Τά ἀπρόοπτα , ἐκδ. Κέδρος, Ἀθήνα 1975 Οί λέξεις κύλησαν ἀπό τό στόμα. Σβήσανε μές στό σκοτάδι. Κοιτάζεις τήν ἄλλη μεριά τοῦ σήμερα καί...
Ἀθήνα 1951 Κάμιρος! πρόβαλες πεθαμένη κάτω ἀπὸ τὰ χωράφια, λησμονημένη …ἀπ’ ὅλους κι ἀπὸ τὸν Ὅμηρο. Μόνο μιὰ λέξη στὴν Ἰλιάδα… καθὼς λέει ὁ ποιητής,...