Παν. Δρακόπουλος: Το άνοιγμα του χρόνου

Το κείμενο αυτό είναι προλογικό σημείωμα στο αφιέρωμα της Εποπτείας ‘Ζώντας ανάμεσα στα ερείπια’. Το ζητούμενο του αφιερώματος είναι η μοίρα των μνημείων. Το προλογικό θέλει να δείξει μια μικρή πόρτα στο πλαϊ του χώρου, που μας οδηγεί σε μια προβολή της πίσω όψης της Σελήνης, της σκοτεινής όψης, της ύπαρξής μας.

Εν αρχή ήν ο λόγος. Έτσι αρχίζει το Κατά Ιωάννην για να εξηγηθεί το τι ο Ιησούς είναι. Θα μπορούσα όμως να πω ότι τίποτε δεν είναι πιο βάσιμο μιλώντας για τον άνθρωπο. Δεν μπορούμε να φαντασθούμε τον άνθρωπο χωρίς λόγο. Όχι έναν κωφάλαλο – αυτός έχει λόγο – αλλά χωρίς λόγο ή πέραν αυτού.

Ο λόγος είναι καθρέφτης της συνείδησης, ή καλύτερα, είναι η εκφρασμένη συνείδηση. Ο Φίχτε μας έδωσε το θεμέλιο της συνείδησης: είναι η διάκριση του αυτού από το έτερο. Αλλά αυτό ακριβώς δεν είναι ο λόγος; Ο Κάντ μας έδωσε τους δύο άξονες πάνω στους οποίους είναι δομημένη η συνείδηση: ο χρόνος και ο χώρος. Αλλά αυτοί ακριβώς δεν είναι οι άξονες του λόγου;

Τα στοιχεία που μας έδωσαν οι δύο φιλόσοφοι της κλασικής γερμανικής πνευματικότητας, ερμηνεύουν το γιατί νοούμε ότι το αυτό δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα το άλλο. Αυτά ερμηνεύουν το γιατί νοούμε κάτι ως κείμενο εδώ, ή εκεί, ή αλλού ή πέραν, κι ακόμη ως κείμενο πριν, ή τώρα ή μετά. Όπως επίσης γιατί εφ όσον το αυτό υπάρχει δεν μπορεί να βρίσκεται στο ποτέ και στο πουθενά.

Καθοριστικό γεγονός για τη λειτουργία του λόγου είναι η γραφή. Η γραφή δεν είναι απλώς μια εφεύρεση που επέτρεψε τούτο κι εκείνο. Είναι ο παράγοντας που διεμόρφωσε τα πράγματα σε κόσμο. (Δεν κρατώ υποσημειώσεις στο κείμενό μου αυτό, αλλά νιώθω υποχρέωση να τιμήσω εδώ τον λαμπρό φιλόλογο και στοχαστή καθ. Olοf Gigon που σε πολλές συνομιλίες μας μου έδειξε το δρόμο προς αυτό που αποκαλούσε φιλοσοφία της γραφής.) Ο Αισχύλος αποκαλεί τη γραφή «μνήμη των πάντων», και έχει δίκιο: πριν από αυτήν ο άνθρωπος δεν μπορούσε να ακούσει το παρελθόν του, ούτε να μιλήσει στο μέλλον του. Ό,τι και νάβλεπε από τα λείψανα της διάβας των προηγουμένων του, δεν μπορούσε να τα εξηγήσει• ήταν μπροστά του, μια πέτρα ή ένα μονοπάτι ή κάτι που έμοιαζε χρήσιμο, αλλά δεν μπορούσε να ακούσει τι του λένε, ή τι τον ειδοποιούσαν.

Με τη γραφή ο άνθρωπος μπαίνει στο χώρο της ιστορίας. Πριν τη γραφή εκτείνεται η αχανής τούνδρα της προϊστορίας. Η γραφή δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να μαθαίνει από αυτό που έγινε χθές, κι ακόμη περισσότερο, να θεωρεί το χθές δικό του. Ακόμη, διευρύνει τον ορίζοντα του χρόνου του: γνωρίζοντας ότι το χθές εμπίπτει μέσα σε αυτό που του ανήκει, αισθάνεται ότι και το μέλλον εμπίπτει επίσης στο ανήκον. Τώρα πιά αισθάνεται την ανάγκη να καταλάβει και να δοξάσει το παρελθόν που είναι πλέον παρελθόν του αλλά και να μιλήσει στον άνθρωπο που θα έλθει μετά. Η δραστηριότητά του παύει να μένει εγκλωβισμένη στο σήμερα και στη διαβίωση. Ο άνθρωπος νοεί πλέον τις πράξεις και τις σκέψεις του ως έχουσες σημασία για τους άγνωστους επόμενους, για τους μελλοντικούς. Το μέλλον γίνεται πια κάτι που αυτός σήμερα καθορίζει. Με τη γραφή, ο άνθρωπος αισθάνεται πια ως χώρο του το σήμερα, το παρελθόν και το μέλλον∙ οι πράξεις του δημιουργούν παράδοση για τους ανθρώπους του μέλλοντος. Επαναφέροντας μια φράση από παλαιότερο κείμενό μου, θέλω να τονίσω ότι μόνον ανεπίγνωτοι δεν καταλαβαίνουν ότι η ιστορία δεν είναι παρελθοντολογία παρά μόνο στο βαθμό που είναι μελλοντολογία. Αυτό, και για τα όσα είναι ο κόσμος μας και για τα όσα είναι ο εαυτός μας.

Το πρίν ασκεί πολύ μεγάλη γοητεία στους ανθρώπους – όπως και το μετά, το οποίο θα πλησιάσουμε σε προσεχές τεύχος. Ο στοχασμός γι αυτό δεν είχε όρια: έφθανε μέχρι την ερώτηση πως γεννήθηκε ο κόσμος, και τι ήταν πριν τον κόσμο. Αυτό του άλλαξε τελείως την αντίληψη των σχέσεων ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο: από τη μαγεία, δηλαδή τις σχέσεις δύναμης (αυτό είναι πιο ισχυρό από εμένα όπως επίσης από εκείνο αλλά με κάποιο τρόπο μπορώ να επηρεάσω τις σχέσεις) οδήγησε σε ερμηνεία της δημιουργίας και λειτουργίας του κόσμου αλλά και της ζωής μας μέσα σ΄ αυτόν, οδήγησε δηλαδή στο διάλογο θεού και ανθρώπου, στη θρησκεία.

Οι Έλληνες είναι ο πρώτος λαός που πέρασε από τη γραφή στη φωνητική απόδοση της ομιλίας, με το αλφάβητο. Αυτό το γεγονός επέτρεψε να δημιουργηθεί η τέχνη του λόγου, η λογοτεχνία: χάρις στην τέχνη ο λόγος δεν είναι μόνο διατυπώσεις αναγκαίων αλλά και ο τρόπος όπου το μη πραγματικό ανήκει στον κόσμο μας, ο τρόπος με τον οποίο το όνειρο είναι μέρος της αλήθειας, ο τρόπος με τον οποίο το πέραν του προφανούς ερμηνεύει την προφάνειά μας.

Οι Έλληνες πρώτοι συνέστησαν σχολείο, δηλαδή ειδικό χώρο όπου συγκεντρώνονται οι μαθητές και διδάσκονται από σώμα επαγγελματιών Έτσι, η γραφή έγινε αναπόσπαστο μέρος της παιδείας. Το σχολείο οδήγησε στη συγκρότηση της γραμματείας. Η ανάγνωσή της με κριτήριο την διαμόρφωση του ήθους (μόρφωση), οδήγησε στην επιλεκτική εκτίμηση του σώματος της γραμματείας.

Ο Όμηρος υπήρξε η βάση της παιδείας των Ελλήνων, μολονότι δεν έγραψε κάποιο ηθικοδιδακτικό εγχειρίδιο αλλά τραγούδησε ένα παρελθόν που η δόξα του βρισκόταν όχι μόνο στις γενναίες πράξεις αλλά και στα κορυφαία λάθη, στις σχέσεις έρωτα και αποστροφής μεταξύ θεών και ανθρώπων. Ο Όμηρος μίλησε για το παρελθόν που ήταν ιδανικό αλλά όχι ξένο: ήταν το παρελθόν που ανήκει στους ακροατές του.

Η ελληνική ιστοριογραφία αρχίζει την εποχή των Προσωκρατικών (6ο αι) με τον Εκαταίο τον Μιλήσιο, του οποίου το έργο περιλαμβάνει ιστορικό, μυθολογικό, εθνογραφικό και γεωγραφικό υλικό. Ακολούθησε ο Ηρόδοτος, (τον οποίον ο Κικέρων ονόμασε «πατέρα της ιστορίας») με το έργο του να περιλαμβάνει επίσης όλες τις πτυχές που μας έδωσε ο Εκαταίος. Η λατινική ιστοριογραφία αρχίζει τον 3ο αι π. Χ. με τον Κουίντο Φάβιο Πίκτορ, που έγραψε στα ελληνικά μια ιστορία «από κτίσεως Ρώμης» έως το Δεύτερο Καρχηδονιακό Πόλεμο. Ωστόσο, αυτός που καθιέρωσε την αρχαιοφιλία, τη σπουδή των μνημείων (monumenta) του παρελθόντος, ήταν ο Τίτος Λίβιος, ο οποίος στην εισαγωγή του έργου του «Από κτίσεως Ρώμης» εξηγεί ότι η αναγωγή στο απώτατο παρελθόν διατηρεί το προνόμιο να κάνει την ίδρυση των πόλεων αξιοθαύμαστη, καθώς αναμειγνύει το θείο με το ανθρώπινο στοιχείο.

Ωστόσο, η έννοια του μνημείου και της φροντίδας μας γι αυτό, ήταν εντελώς άγνωστη. Τα αρχαία μνημεία χρησιμοποιούνταν από τους εκάστοτε νεώτερους ως οικοδομικά υλικά. Ό,τι σώθηκε, σώθηκε διότι συνέχιζε να είναι χρήσιμο ή διότι ήταν απομακρυσμένο και δεν συνέφερε η μεταφορά του σε οικοδομήσιμες περιοχές. Αυτό το διατυπώνει άριστα ο Χρυσολωράς γράφοντας « ὅτι ἡ ἴδια η [Ρώμη] εἶναι γιὰ τὸν ἑαυτό της εἶδος μεταλλείου καὶ λατο¬μείου, μὲ λίγα λόγια, ἡ ἴδια τρέφεται καὶ ἀναλώνεται συγχρόνως ἀπὸ τὸν ἑαυτό της.»

Σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα επικρατούσε η ίδια ανυπαρξία της έννοιας μνημείο. Αυτό ανετράπη με την άνοδο του αστικού κόσμου, τις πνευματικές αναζητήσεις του οποίου περιγράφω στο βιβλίο μου Μεσαίωνας Ελληνικός και Δυτικός. Με τους αστούς άρχισε αυτό που σήμερα αποκαλούμε Αναγέννηση. Το ενδιαφέρον για τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους είχε μια κατακόρυφη ανάπτυξη. Οι ενδιαφερόμενοι για τα monumenta ονομάστηκαν ουμανιστές, σε διάκριση από τους εμμένοντες στη χριστιανική γραμματεία.

Πως προέκυψε ο ουμανισμός, προηγείται ως ερώτημα από το πότε ακριβώς άρχισε. Ξεκίνησε την περίοδο των Σταυροφοριών, όταν μεταξύ των θησαυρών που έπαιρναν λεηλατώντας βυζαντινές πόλεις και εν τέλει την ίδια την Κωνσταντινούπολη, οι Σταυροφόροι και οι έμποροι της Δύσης έπαιρναν μαζί τους βυζαντινά χειρόγραφα με έργα αρχαίας ελληνικής και εκκλησιαστικής γραμματείας που αναγνώριζε και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Η συνέπεια ήταν να αρχίσει στη Δύση μια μεγάλης κλίμακος αλλά ανοργάνωτη έρευνα των βιβλιοθηκών σημαντικών μοναστηριών. Βρίσκονταν εκεί θησαυροί. Ο πιο γνωστός συλλέκτης και παθιασμένος αναγνώστης τους ήταν ο ποιητής Πετράρχης, ίσως ο πρώτος ιδιώτης με τόσο μεγάλη συλλογή χειρογράφων.

Η απάντηση στο ερώτημα ποιος είναι ο ηγέτης του ουμανισμού, είναι ολοφάνερη και στον μη ειδικό: οι αιώνες αποκλειστικότητας της χριστιανικής γραμματείας στη Δύση ανατράπηκαν από τον Δάντη, ο οποίος επέλεξε να έχει οδηγό του έναν αρχαίο Ρωμαίο, τον Βιργίλιο. Με τον Δάντη η αρχαιότητα μπαίνει στο προσκήνιο: ο Όμηρος τιμάται και πάλι ως ο πρώτος των ποιητών. Από κει κι έπειτα, όσο η αρχαιογνωσία προχωρούσε με τις Σχολές ελληνικής γλώσσας και την προσπάθεια αναβίωσης της πλατωνικής Ακαδημίας, η αρχαιογνωσία επηρέαζε διαρκώς και περισσότερο καθοριστικά τη Δυτική γραμματεία.

Ο θαυμασμός για τα αρχαία μνημεία άρχισε με το έργο του Φλάβιου Μπιόντο που ήταν μια τοπογραφική μελέτη της αρχαίας Ρώμης και των διασωζόμενων στις μέρες του μνημείων της. Αλλά για να αρχίσει η προσπάθεια σωτηρίας των μνημείων της Ρώμης έπρεπε να πεισθεί ο άρχων της, ο Πάπας. Το έργο αυτό ανέλαβε ο στενός φίλος του ζωγράφου Ραφαήλου και συνεργάτης του Πάπα Λέοντος Ι΄, Μπαλτασάρε Καστιλιόνε. Οι δύο φίλοι έπεισαν τον Πάπα τόσο πολύ, ώστε επετράπη στον Ραφαήλ να κάνει το απίστευτα μεγάλο βήμα: να ζωγραφίσει μέσα στο ίδιο το παπικό ανάκτορο πλαϊ στις τοιχογραφίες των Αχράντων Μυστηρίων και των Θεολογικών αρετών τη Σχολή των Αθηνών (όπου εικονίζονται όλοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι) αλλά και τον Παρνασσό, όπου εικονίζεται στο κέντρο ο ίδιος ο Απόλλων με δεξιά του τον Όμηρο, τον Βιργίλιο κι άλλους ποιητές και αριστερά του τις εννέα Μούσες.

Με την Αναγέννηση ο αρχαίος ελληνορωμαϊκός κόσμος καθίσταται το πρώτο κεφάλαιο της ιστορίας του νεώτερου ευρωπαϊκού κόσμου. Από τότε, ο θαυμασμός προς τα αρχαία μνημεία συνοδεύεται με μια μέριμνα προστασίας των, και μάλιστα με την προστασία του περιβάλλοντος χώρου των. Αυτό έγινε κυρίως με την αναγνώριση της αρχαιολογίας ως επιστήμης, και την μελέτη των τρόπων και μεθόδων των ανασκκαφών, των χρονολογήσεων κλπ.

Σήμερα πια, όλοι το κατανοούμε: τα ερείπια είναι η μήτρα μας. Δεν ζούμε πλάι σε αυτά, ζούμε επειδή αυτά.

Read Previous

Νίκος Καζαντζάκης: Ξεκίνημα

Read Next

Μανουήλ Χρυσολωράς: Επιστολή προς τον Βασιλέα Μανουήλ Β’