1

Maurice Blanchot: Τὸ βλέμμα τοῦ Ὀρφέα

Ἀπὸ τὸ βιβλίο Ὁ χῶρος τῆς λογοτεχνίας, Ἑξάντας, β’ἔκδ., Ἀθήνα 1994
Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης

Ὅταν ὁ Ὀρφέας κατεβαίνει πρὸς τὴν Εὐρυδίκη, ἡ τέχνη εἶναι ἡ δύναμη μὲ τὴν ὁποία ἀνοίγεται, ἡ νύχτα. Μὲ τὴ δυναμη τῆς τέχνης ἡ νύχτα ὑποδέχεται τὴν τέχνη, γίνεται ἡ ὑποδειγματικὴ μύχια περιοχή, ἡ ἐννόηση καὶ ἡ σύμπνοια τῆς πρώτης νύχτας. Ὅμως, γιὰ νὰ πάει πρὸς τὴν Εὐρυδίκη κατέβηκε ὁ Ὀρφέας. Γι’ αὐτόν, ἡ Εὐρυδίκη εἶναι τὸ ἀκρότατο σημεῖο ὅπου μπορεῖ νὰ φτάσει ἡ τέχνη• πίσω ἀπὸ ἕνα ὄνομα ποὺ τὴν ἀποκρύπτει καὶ πίσω ἀπὸ ἕνα πέπλο ποὺ τὴν καλύπτει, εἶναι τὸ βαθιὰ σκοτεινὸ σημεῖο πρὸς τὸ ὁποῖο φαίνεται πὼς τείνουν ἡ τέχνη, ὁ πόθος, ὁ θάνατος καὶ ἡ νύχτα. Ἡ Εὐρυδίκη εἶναι ἡ στιγμὴ ὅπου ἡ οὐσία τῆς νύχτας προσεγγίζεται ὡς ἡ ἄλλη νύχτα.

Ὡστόσο, τὸ ἔργο τοῦ Ὀρφέα δὲν συνίσταται στὸ νὰ ἐξασφαλίσει, μὲ τὴν κάθοδό του στὰ βάθη, τὴν προσέγγιση αὐτοῦ τοῦ «σημείου». Τὸ δικό του ἔργο εἶναι νὰ σύρει αὐτὸ τὸ σημεῖο στὴ μέρα καὶ μέσα στὴ μέρα νὰ τοῦ δώσει σχῆμα, πρόσωπο καὶ πραγματικότητα. Ὁ Ὀρφέας μπορεῖ τὰ πάντα ἐκτὸς ἀπὸ τὸ νὰ κοιτάξει καταπρόσωπο αὐτὸ τὸ «σημεῖο», ἐκτὸς ἀπὸ τὸ νὰ κοιτάξει τὸ κέντρο τῆς νύχτας μέσα στὴ νύχτα. Μπορεῖ νὰ κατεβεῖ πρὸς αὐτό, μπορεῖ —κι αὐτὸ εἶναι μιὰ δύναμη ἀκόμα πιὸ μεγάλη— νὰ τὸ ἑλκύσει πρὸς τὸ μέρος του καὶ νὰ τὸ ἐφελκύσει, μαζὶ μὲ τὸν ἑαυτό του, πρὸς τὰ ἐπάνω, ἀποστρέφοντας ὅμως τὸ πρόσωπό του ἀπὸ αὐτό. Ἡ ἀποστροφὴ αὐτὴ εἶναι τὸ μοναδικὸ μέσο γιὰ νὰ τὸ προσεγγίσει: αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς ἀπόκρυψης ἡ ὁποία ἀποκαλύπτεται μέσα στὴ νύχτα. Ὁ Ὀρφέας ὅμως, μὲ τὴν κίνηση τῆς ἀποδημίας του, ξεχνᾶ τὸ ἔργο ποὺ ὀφείλει νὰ πραγματοποιήσει καὶ τὸ ξεχνᾶ ἀναγκαστικά, διότι ἡ ὕστατη ἀπαίτηση τῆς κίνησής του δὲν εἶναι τὸ νὰ ὑπάρξει ἔργο ἀλλὰ τὸ νὰ βρεθεῖ κάποιος πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ αὐτὸ τὸ «σημεῖο» καὶ νὰ συλλάβει τὴν οὐσία του ἐκεῖ ὅπου φανερώνεται, ἐκεῖ ὅπου εἶναι οὐσιώδης καὶ οὐσιωδῶς φανέρωμα, δηλαδὴ μέσα στὴν καρδιὰ τῆς νύχτας.

Ὁ ἑλληνικὸς μύθος λέει πὼς δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε ἔργο παρὰ μόνο ἐὰν ἡ ὑπέρογκη ἐμπειρία τοῦ βάθους —ἐμπειρία τὴν ὁποία οἱ Ἕλληνες θεωροῦν ἀναγκαία γιὰ τὸ ἔργο, ἐμπειρία ὅπου τὸ ἔργο ὑποβάλλεται στὴ δοκιμασία τῆς ὕβρεώς του— δὲν ἐπιδιώκεται μόνο γι’ αὐτὴν καθεαυτὴν τὴν ἐμπειρία. Τὸ βάθος δὲν προσφέρεται καταπρόσωπο καὶ δὲν ἀποκαλύπτεται παρὰ μόνο μὲ τὸ νὰ ἀποκρύβεται μέσα στὸ ἔργο. Πρόκειται γιὰ μιὰ θεμελιώδη καὶ ἀνελέητη ἀπάντηση. Ὁ μύθος ὅμως δείχνει ἐπιπλέον πὼς ἡ μοίρα τοῦ Ὀρφέα εἶναι καὶ τὸ νὰ μὴν ὑποταχτεῖ σὲ αὐτὸν τὸν ἔσχατο νόμο, καὶ ἀσφαλῶς, μὲ τὸ νὰ στρέφεται πρὸς τὴν Εὐρυδίκη, καταλύει τὸ ἔργο: τὸ ἔργο ἀκαριαῖα ἀποσυντίθεται, καὶ ἡ Εὐρυδίκη ἐπιστρέφει μόνη της στὴ σκιά. Στὸ δικό του βλέμμα, ἡ οὐσία τῆς νύχτας ἀποκαλύπτεται πὼς εἶναι τὸ μή-οὐσιῶδες. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Ὀρφέας προδίδει καὶ τὸ ἔργο καὶ τὴν Εὐρυδίκη καὶ τὴ νύχτα. Τὸ νὰ μὴ στραφεῖ πρὸς τὴν Εὐρυδίκη θὰ ἰσοδυναμοῦσε ἐπίσης μὲ προδοσία, μὲ ἀπιστία στὴ χωρὶς μέτρο καὶ φρόνηση δύναμη τῆς κίνησης, ἡ ὁποία δὲν θέλει τὴν Εὐρυδίκη μὲ τὴν ἡμερήσια ἀλήθεια της καὶ τὴν καθημερινή της χάρη ἀλλὰ μὲ τὸ νυχτερινὸ σκοτάδι της καὶ τὴν ἀπόμακρη στάση της, μὲ τὸ κορμὶ της σφαλισμένο καὶ μὲ τὸ πρόσωπό της σφραγισμένο• ἡ ὁποία θέλει νὰ τὴ βλέπει ὄχι ὅταν εἶναι ὁρατὴ μὰ ὅταν εἶναι ἀόρατη, καὶ ὄχι ὡς τὴν ἐνδόμυχη περιοχὴ μιᾶς ζωῆς οἰκείας ἀλλὰ ὡς τὴν παραξενιὰ ἐκείνου ποὺ ἀποκλείει καθετὶ ἐνδόμυχο• ἡ ὁποία δὲν θέλει νὰ δώσει ζωὴ στὴν Εὐρυδίκη ἀλλὰ νὰ κρατᾶ ζωντανὴ μέσα της τὴν πληρότητα τοῦ θανάτου της.

Μόνο αὐτὸ ἦρθε νὰ ἀναζητήσει ὁ Ὀρφέας στὸν Ἅδη. Ὅλη ἡ δόξα τοῦ ἔργου του, ὅλη ἡ δύναμη τῆς τέχνης του, ἀκόμη καὶ ὁ πόθος γιὰ μιὰ ζωὴ εὐτυχισμένη μέσα στὴν ὄμορφη λάμψη τῆς μέρας, τὰ πάντα θυσιάζονται σὲ αὐτὴν τὴ μοναδική του μέριμνα: νὰ κοιτάξει μέσα στὴ νύχτα αὐτὸ ποὺ ἡ νύχτα ἀποκρύβει, νὰ κοιτάξει δηλαδὴ τὴν ἄλλη νύχτα, τὴν ἀπόκρυψη ποὺ ἐμφανίζεται.

Πρόκειται γιὰ κίνηση ἀπέραντα ἄδηλη, τὴν ὁποία καταδικάζει ἡ μέρα ὡς ἀναιτιολόγητη τρέλα ἢ ὡς ἔκτιση τῆς ὕβρεως. Γιὰ τὴ μέρα, εἶναι ἤδη ὕβρις ἡ κάθοδος στὸν Ἅδη, ἡ κίνηση πρὸς τὸ μάταιο βάθος. Εἶναι ἀναπόφευκτο τὸ νὰ ἀντιπαρέρχεται ὁ Ὀρφέας τὸ νόμο ποὺ τοῦ ἀπαγορεύει, «νὰ στραφεῖ», ἐφόσον, ἀπὸ τὰ πρῶτα κιόλας βήματά του πρὸς τοὺς ἴσκιους, ἔχει παραβιάσει τὸ νόμο. Αὐτὴ ἡ παρατήρηση μᾶς κάνει νὰ διαισθανθοῦμε πώς, στὴν πραγματικότητα, ὁ Ὀρφέας δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ εἶναι στραμμένος πρὸς τὴν Εὐρυδίκη ἀφοῦ τὴν εἶδε ἀόρατη, ἀφοῦ τὴν ἄγγιξε ἀνέγγιχτη μέσα στὴν ἀπουσία της, ποὺ ἦταν παρουσία τῆς ἀπεριόριστης ἀπουσίας της. Ἐὰν δὲν τὴν εἶχε κοιτάξει, δὲν θὰ τὴν εἶχε ἑλκύσει• αὐτή, βέβαια, δὲν εἶναι ἐκεῖ παρούσα, ἐκεῖνος ὅμως μέσα σὲ τοῦτο τὸ βλέμμα εἶναι ἀπών, εἶναι νεκρὸς ὅσο κι ἐκείνη, ὄχι νεκρὸς μὲ τὸν ἤρεμο θάνατο ποὺ δίνει ὁ κόσμος καὶ ποὺ εἶναι ἀνάπαυση, σιωπὴ καὶ τέλος, ἀλλὰ μὲ τὸν ἄλλο θάνατο ποὺ δὲν ἔχει τέλος, ποὺ εἶναι δοκιμασία τῆς ἀπουσίας τέλους.

Κρίνοντας ἡ μέρα τὴν ἐνέργειά του, τοῦ προσάπτει ἀκόμη ὅτι συμπεριφέρθηκε μὲ ἀνυπομονησία. Στὴν περίπτωση αὐτὴ τὸ σφάλμα τοῦ Ὀρφέα φαίνεται πὼς ἔγκειται στὸν πόθο ὁ ὁποῖος τὸν ὁδηγεῖ στὸ νὰ κοιτάξει καὶ νὰ ἀποκτήσει τὴν Εὐρυδίκη, αὐτὸς ποὺ ἄλλη μοίρα δὲν ἔχει ἀπὸ τὸ νὰ τὴν τραγουδήσει. Εἶναι Ὀρφέας μόνο μέσα στὸ ἄσμα, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει σχέση μὲ τὴν Εὐρυδίκη παρὰ μόνο μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ὕμνου, ζωὴ καὶ ἀλήθεια δὲν ἔχει παρὰ ἀπὸ καὶ μετὰ τὸ ποίημα, καὶ ἡ Εὐρυδίκη δὲν ἀντιπροσωπεύει τίποτα περισσότερο ἀπ’ αὐτὴν τὴ μαγικὴ ἐξάρτηση ἡ ὁποία, ὅταν αὐτὸς εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ ἄσμα, τὸν μεταβάλλει σὲ ἴσκιο καὶ μόνο μέσα στὸ χῶρο τοῦ ὀρφικοῦ μέτρου τὸν κάνει ἐλεύθερο, ζωντανὸ καὶ κυρίαρχο. Ναί, αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, ὁ Ὀρφέας μόνο μὲ τὸ ἄσμα ἔχει ἐξουσία πάνω στὴν Εὐρυδίκη, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ἄσμα ἔχει ἤδη χαθεῖ ἡ Εὐρυδίκη. Κι ὁ ἴδιος ὁ Ὀρφέας εἶναι ὁ διασκορπισμένος Ὀρφέας, ὁ «ἀπεριόριστα νεκρός» στὸν ὁποῖο πλέον τὸν ἔχει μεταβάλει ἡ δύναμη τοῦ ἄσματος. Χάνει τὴν Εὐρυδίκη ἐπειδὴ τὴν ποθεῖ πέρα ἀπὸ τὰ μετρημένα ὅρια τοῦ ἄσματος, καὶ μαζὶ χάνεται κι αὐτός. Ὁ πόθος ὅμως αὐτὸς καὶ ἡ χαμένη Εὐρυδίκη καὶ ὁ διασκορπισμένος Ὀρφέας εἶναι, ἀπαραίτητα στὸ ἄσμα, ὅπως εἶναι ἀπαραίτητη στὸ ἔργο ἡ δοκιμασία τῆς αἰώνιας ἀργίας.

Ὁ Ὀρφέας εἶναι ἔνοχος ἀνυπομονησίας. Τὸ σφάλμα του εἶναι ὅτι θέλησε νὰ ἐξαντλήσει τὸ ἀπεριόριστο, νὰ θέσει τέρμα στὸ ἀτέρμονο, νὰ μὴ διατηρήσει ἀτέρμονα τὴν ἴδια κίνηση τῆς πλάνης του. Ἡ ἀνυπομονησία εἶναι τὸ λάθος ὅποιου θέλει νὰ διαφύγει τὴν ἀπουσία χρόνου• ἡ ὑπομονὴ εἶναι ὁ δόλος ποὺ ἐπιδιώκει νὰ ἐπιβληθεῖ πάνω σὲ αὐτὴν τὴν ἀπουσία χρόνου, μετατρέποντάς την σ’ ἕναν ἄλλο χρόνο, σ’ ἕνα χρόνο ποὺ μετριέται ἀλλιῶς. Ἡ ἀληθινὴ ὑπομονὴ ὅμως δὲν ἀποκλείει τὴν ἀνυπομονησία• ἡ ἀληθινὴ ὑπομονὴ εἶναι ἐνδόμυχη περιοχὴ τῆς ἀνυπομονησίας, εἶναι ἡ ἀνυπομονησία ποὺ ὑποφέρεται καὶ ὑπομένεται ἀτέλειωτα. Κατὰ συνέπεια, ἡ ἀνυπομονησία τοῦ Ὀρφέα εἶναι καὶ μιὰ σωστὴ κίνηση, διότι μέσα σὲ αὐτὴν ἀρχίζει ἐκεῖνο ποὺ θὰ γίνει τὸ ἴδιο του τὸ πάθος, ἡ ἀνώτατη ὑπομονή του, ἡ ἀπεριόριστη ἐνδιάτριψή του μέσα στὸ θάνατο.

Ἡ ἔμπνευση

Ὁ κόσμος μπορεῖ νὰ κρίνει τὸν Ὀρφέα, τὸ ἔργο ὅμως δὲν τὸν κρίνει, δὲν φωτίζει τὰ λάθη του. Τὸ ἔργο δὲν λέει τίποτα. Κι ὅλα γίνονται λὲς καὶ ὁ Ὀρφέας, μὲ τὸ νὰ δείξει ἀνυπακοὴ στὸ νόμο καὶ νὰ κοιτάξει τὴν Εὐρυδίκη, ἄλλο δὲν ἔκανε ἀπὸ τὸ νὰ ὑπακούσει στὴ βαθιὰ ἀπαίτηση τοῦ ἒργου• λὲς καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἐμπνευσμένη κίνηση καταμάγεψε στὸν Ἅδη τὸν σκοτεινὸ Ἴσκιο καὶ τὸν ἔσυρε, παρὰ τὴ θέλησή του, πρὸς τὴ μεγάλη μέρα τοῦ ἔργου.

Τὸ νὰ κοιτάξω τὴν Εὐρυδίκη μὲ τὴν ἀπερισκεψία καὶ τὴν ἀνυπομονησία τοῦ πόθου ποὺ ξεχνᾶ τὸ νόμο, χωρὶς νὰ νοιάζομαι γιὰ τὸ ἄσμα: αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἔμπνευση. Ἑπομένως, ἡ ἔμπνευση θὰ μποροῦσε νὰ μετατρέψει τὴν ὀμορφιὰ τῆς νύχτας σὲ μή-πραγματικότητα τοῦ κενοῦ; Θὰ μποροῦσε νὰ κάνει τὴν Εὐρυδίκη ἕναν ἴσκιο καὶ τὸν Ὀρφέα ἀπεριόριστα νεκρό; Θὰ μποροῦσε ἡ ἔμπνευση νὰ εἶναι ἐκείνη ἡ ἄδηλη στιγμὴ ὅπου ἡ οὐσία τῆς νύχτας γίνεται τὸ μή-οὐσιῶδες, καὶ τὰ ὑποδεκτικὰ μύχια τῆς πρώτης νύχτας, ἡ ἀπατηλὴ παγίδα τῆς ἄλλης νύχτας; Ναί, θὰ μποροῦσε. Ἀπὸ τὴν ἔμπνευση δὲν προαισθανόμαστε παρὰ μόνο τὴν ἀποτυχία της καὶ δὲν ἀναγνωρίζουμε παρὰ μόνο τὴν παραστρατημένη βία της. Ἐὰν ὅμως ἡ ἔμπνευση μιλᾶ γιὰ τὴν ἀποτυχία τοῦ Ὀρφέα καὶ γιὰ τὴ δυὸ φορὲς χαμένη Εὐρυδίκη, ἐὰν ἐκφράζει τὴν ἀσημαντότητα καὶ τὸ κενὸ τῆς νύχτας, πρὸς αὐτὴν τὴν ἀποτυχία καὶ πρὸς αὐτὴν τὴν ἀσημαντότητα ἡ ἔμπνευση στρέφει καὶ ἐξωθεῖ τὸν Ὀρφέα μὲ μιὰ κίνηση ἀκατανίκητη, λὲς κι αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε ἀσήμαντο, μή-οὐσιῶδες καὶ πλάνη, μποροῦσε, γι’ αὐτὸν ποὺ ἀποδέχεται τὸν κίνδυνο καὶ τοῦ παραδίδεται ἀνενδοίαστα, νὰ ἀποκαλυφθεῖ πηγὴ κάθε αὐθεντικότητας.

Τὸ ἐμπνευσμένο καὶ ἐμβρόντητο βλέμμα καταδικάζει τὸν Ὀρφέα στὸ νὰ χάσει τὰ πάντα, κι ὄχι μόνο τὸν ἑαυτό του, ὄχι μόνο τὴ σοβαρότητα τῆς μέρας, ἀλλὰ καὶ τὴν οὐσία τῆς νύχτας. Εἶναι βέβαιο αὐτό, δὲν ἐπιδέχεται ἐξαιρέσεις. Ἡ ἔμπνευση λέει γιὰ τὸν ὄλεθρο τοῦ Ὀρφέα, γιὰ τὸν βέβαιο ἐξολοθρεμό του, καὶ ὡς ἀντίβαρο δὲν ὑπόσχεται τὴν ἐπιτυχία τοῦ ἔργου, ὅπως καὶ μὲ τὸ ἔργο δὲν βεβαιώνει τὸν ἰδανικὸ θρίαμβο τοῦ Ὀρφέα μήτε τὴν ἐπιβίωση τῆς Εὐρυδίκης. Μὲ τὴν ἔμπνευση τίθεται σὲ κίνδυνο τὸ ἔργο, ὅπως ἀπειλεῖται ἐξίσου καὶ ὁ Ὀρφέας. Τὴ στιγμὴ αὐτὴ τὸ ἔργο ἀγγίζει τὸ σημεῖο τῆς ὑπέρτατης ἀβεβαιότητάς του, γι’ αὐτὸν τὸ λόγο εἶναι τόσο συχνὴ καὶ τόσο σταθερὴ ἡ ἀντίστασή του σὲ αὐτὸ ποὺ τὸ ἐμπνέει, γι’ αὐτὸν τὸ λόγο παίρνει τὰ μέτρα του λέγοντας στὸν Ὀρφέα: Δὲν θὰ μὲ κρατήσεις παρὰ μόνο ἐὰν τὴ κοιτάξεις. Αὐτὴ ὅμως ἡ ἀπαγορευμένη κίνηση εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ ἐκπληρώσει ὁ Ὀρφέας προκειμένου νὰ φέρει τὸ ἔργο πέραν ἐκείνου ποὺ τοῦ δημιουργεῖ ἀσφάλεια, κ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἐκπληρώσει παρὰ μόνο ἐὰν ξεχάσει τὸ ἔργο, μαθητεύοντας στὴν ἄσκηση ἑνὸς πόθου ποὺ τοῦ ἔρχετα ἀπὸ τὴ νύχτα, ποὺ εἶναι συνδεδεμένος μὲ τὴ νύχτα ὡσὰν νὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀρχέγονη προέλευσή του. Σὲ αὐτὸ τὸ βλέμμα τὸ ἔργο βρίσκει τὸ χαμό του. Εἶναι ἡ μοναδικὴ στιγμὴ ὅπου τὸ ἔργο χάνεται ἀπόλυτα, ὅπου κάτι περισσότερο σημαντικὸ ἀπὸ τὸ ἔργο, κάτι μικρότερης σημασίας ἀπὸ τὸ ἔργο, ἐξαγγέλλεται καὶ ἐπιβάλλεται. Γιὰ τὸν Ὀρφέα, τὸ ἔργο εἶναι τὰ πάντα ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ τὸ ποθητὸ βλέμμα ὅπου τὸ ἔργο χάνε-ται, ἔτσι ὥστε μόνο μὲ αὐτὸ τὸ βλέμμα μπορεῖ ἐπίσης τὸ ἔργο νὰ ὑπερβεῖ τὸν ἑαυτό του, νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν ἀρχέγονη προέλευσή του καὶ νὰ καθιερωθεῖ μὲ τὴν ἀδυνατότητα.

Τὸ βλέμμα τοῦ Ὀρφέα εἶναι ἡ ὕστατη προσφορὰ τοῦ Ὀρφέα στὸ ἔργο, μιὰ προσφορὰ ὅπου ὁ Ὀρφέας ἀρνεῖται τὸ ἔργο, ὅπου τὸ θυσιάζει μὲ τὸ νὰ φέρεται ἀπὸ τὴν ὑπέρογκη κίνηση τοῦ πόθου πρὸς τὴν ἀρχέγονη προέλευση τοῦ ἔργου.

Τότε τὰ πάντα γιὰ τὸν Ὀρφέα καταποντίζονται μέσα στὴν ἀβεβαιότητα τῆς ἀποτυχίας ὅπου, ὡς ἀντίβαρο, μένει μόνο ἡ ἀβεβαιότητα τοῦ ἔργου, διότι: ὑπάρχει ποτὲ τὸ ἔργο; Μπροστὰ στὸ πιὸ ἀναμφισβήτητο ἀριστούργημα, ποὺ σφύζει ἀπὸ τὴν ἐκρηκτικότητα καὶ τὴν ἀπόφαση τῆς ἀρχῆς, τυχαίνει νὰ βρισκόμαστε ἐνώπιον καὶ αὐτοῦ ποὺ ἐξαλείφεται, ἐνώπιον δηλαδὴ ἑνὸς ἔργου ποὺ ξαφνικὰ γίνεται καὶ πάλι ἀόρατο, δὲν βρίσκεται πιὰ ἐκεῖ, ποτὲ δὲν βρισκόταν ἐκεῖ. Αὐτὴ ἡ αἰφνίδια ἔκλειψη εἶναι ἡ μακρινὴ ἀνάμνηση τοῦ βλέμματος τοῦ Ὀρφέα, εἶναι ἡ νοσταλγικὴ ἐπιστροφὴ στὴν ἀβεβαιότητα τῆς ἀρχέγονης προέλευσης.

Ἡ προσφορὰ καὶ ἡ θυσία

Παρόμοια στιγμὴ τί ἐξαγγέλλει γιὰ τὴν ἔμπνευση; Ἐὰν ἔπρεπε νὰ ἐπιμείνουμε σὲ αὐτὴν τὴν ἐρώτηση, ἡ ἀπάντηση ποὺ θὰ δίναμε θὰ ἦταν πὼς ἡ στιγμὴ αὐτὴ συνδέει τὴν ἔμπνευση μὲ τὸν πόθο.

Εἰσάγει στὴ μέριμνα γιὰ τὸ ἔργο τὴν κίνηση τῆς ἀμεριμνησίας στὴν ὁποία θυσιάζεται τὸ ἔργο: παραβιάζεται ὁ ὑπέρτατος νόμος τοῦ ἔργου καί, γιὰ χάρη τῆς Εὐρυδίκης, γιὰ χάρη τοῦ ἴσκιου, τὸ ἔργο προδίδεται. Ἡ ἀμεριμνησία εἶναι ἡ κίνηση τῆς θυσίας, μιᾶς θυσίας ποὺ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἀμέριμνη καὶ ἀνάλαφρη, ποὺ εἶναι ἴσως λάθος, ποὺ ἐκτίεται αὐτομάτως ὡς λάθος ἀλλὰ ποὺ ἔχει οὐσία της τὴν ἐλαφρότητα, τὴν ἀμεριμνησία καὶ τὴν ἀθωότητα: θυσία ποὺ γίνεται χωρὶς ἱερουργία, ὅπου τὸ ἴδιο τὸ ἱερό, ἡ νύχτα μὲ τὰ ἀπροσπέλαστα βάθη της, ἔχει παραδοθεῖ, μὲ τὸ ἀμέριμνο βλέμμα ποὺ δὲν εἶναι κὰν ἱερόσυλο καὶ ποὺ δὲν ἔχει καθόλου μήτε τὴ βαρύτητα μήτε τὴ σοβαρότητα μιᾶς βέβηλης πράξης, στὸ μή-οὐσιῶδες, τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι τὸ βέβηλο ἀλλὰ βρίσκεται ἐντεῦθεν ὅλων αὐτῶν τῶν κατηγοριῶν.

Ἡ οὐσιαστικὴ νύχτα ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν Ὀρφέα —πρὶν ἀπὸ τὸ ἀμέριμνο βλέμμα—, ἡ ἱερὴ νύχτα τὴν ὁποία κρατᾶ μέσα στὴ γοητεία τοῦ ἄσματος καὶ ἡ ὁποία μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο συγκρατεῖται μέσα στὰ ὅρια καὶ στὸν μετρημένο χῶρο τοῦ ἄσματος, αὐτὴ ἡ νύχτα εἶναι ἀσφαλῶς πιὸ πλούσια καὶ πιὸ σεπτὴ ἀπὸ τὴν κενὴ μηδαμινότητα ποὺ γίνεται ἡ νύχτα μετὰ τὸ βλέμμα. Ἡ ἱερὴ νύχτα περικλείει τὴν Εὐρυδίκη, περικλείει μέσα στὸ ἄσμα αὐτὸ ποὺ ὑπερβαίνει τὸ ἄσμα. Εἶναι ὅμως κι αὐτὴ κλεισμένη διότι εἶναι δέσμια, εἶναι ἡ ἀκόλουθος, ἡ ἱερότητα ποὺ δαμάστηκε μὲ τὴ δύναμη τῶν τελετουργιῶν, ἡ λέξη ἐκείνη ποὺ σημαίνει τάξη καὶ εὐθύτητα, τὸ δίκαιο, τὴν ὁδὸ τοῦ Ταὸ καὶ τὸν ἄξονα τοῦ Δάρμα. Τὸ βλέμμα τοῦ Ὀρφέα ἀποδεσμεύει τὴν ἱερὴ νύχτα, καταλύει τὰ ὅρια καὶ συντρίβει τὸ νόμο ὁ ὁποῖος περιεῖχε καὶ κατεῖχε τὴν οὐσία. Ἔτσι, τὸ βλέμμα τοῦ Ὀρφέα εἶναι ἡ ἔσχατη στιγμὴ τῆς ἐλευθερίας, μιὰ στιγμὴ ὅπου αὐτὸς ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καί, τὸ σπουδαιότερο, ἐλευθερώνει τὸ ἔργο ἀπὸ τὴ μέριμνα τοῦ ἔργου, ἐλευθερώνει τὸ ἱερὸ ποὺ ἐμπεριέχεται στὸ ἔργο καὶ δίνει τὸ ἱερὸ πίσω στὸν ἑαυτό του, τὸ δίνει στὴν ἐλευθερία τῆς οὐσίας του, στὴν οὐσία του ποὺ εἶναι ἐλευθερία (γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἔμπνευση εἶναι ἡ κατεξοχὴν προσφορά). Ὅλα, λοιπόν, παίζονται στὴν ἀπόφαση τοῦ βλέμματος. Σὲ αὐτὴν τὴν ἀπόφαση, ἡ ἀρχέγονη προέλευση προσεγγίζεται μὲ τὴ δύναμη τοῦ βλέμματος, ποὺ ἀποδεσμεύει τὴν οὐσία τῆς νύχτας, ἀναιρεῖ τὴ μέριμνα καὶ διακόπτει τὸ ἀδιάκοπο ἀνακαλύπτοντάς το: εἶναι μιὰ στιγμὴ τοῦ πόθου, τῆς ἀμεριμνησίας καὶ τῆς αὐτεξουσιότητας.

Μὲ τὸ βλέμμα τοῦ Ὀρφέα, ἡ ἔμπνευση συνδέεται μὲ τὸν πόθο. Ἡ ἀνυπομονησία συνδέει τὸν πόθο μὲ τὴν ἀμεριμνησία. Ὅποιος δὲν εἶναι ἀνυπόμονος, δὲν θὰ φτάσει ποτὲ στὴν ἀμεριμνησία, σ’ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὅπου ἡ μέριμνα ἑνώνεται μὲ τὴν ἴδια της τὴ διαφάνεια. Ὅποιος ὅμως ἀρκεῖται στὴν ἀνυπομονησία, δὲν θὰ γίνει ποτὲ του ἱκανὸς γιὰ τὸ ἀμέριμνο καὶ ἀνάλαφρο βλέμμα τοῦ Ὀρφέα. Γι’ αὐτὸν τὸ λόγο, ἡ ἀνυπομονησία πρέπει νὰ εἶναι ἡ καρδιὰ τῆς μεγάλης ὑπομονῆς, ἡ καθαρὴ ἀστραποβολὴ τὴν ὁποία ἡ ἀπεριόριστη ἀναμονή, ἡ σιωπή, τὸ ἀπόθεμα τῆς ὑπομονῆς κάνουν νὰ ἀναβλύσει μέσα ἀπὸ τοὺς κόλπους τῆς ἀνυπομονησίας, ὄχι μόνο σὰν τὴ σπίθα ποὺ ἀνάβει ἡ ὑπέρτατη ἔνταση ἀλλὰ σὰν τὸ σπινθηροβόλο σημεῖο ποὺ ἔχει διαφύγει αὐτὴν τὴν ἀναμονή, σὰν τὴν εὐτυχὴ συγκυρία τῆς ἀμεριμνησίας.

Τὸ ἅλμα

Τὸ γράψιμο ἀρχίζει μὲ τὸ βλέμμα τοῦ Ὀρφέα, κι αὐτὸ τὸ βλέμμα εἶναι ἡ κίνηση τοῦ πόθου ποὺ συντρίβει τὴ μοίρα καὶ τὴ μέριμνα γιὰ τὸ ἄσμα καὶ φτάνει, μὲ αὐτὴν τὴν ἐμπνευσμένη καὶ ἀμέριμνη ἀπόφαση, στὴν ἀρχέγονη προέλευση καὶ καθιερώνει τὸ ἄσμα. Ὅμως, γιὰ νὰ κατεβεῖ ὁ Ὀρφέας πρὸς αὐτὴν τὴ στιγμή, τοῦ χρειαζόταν ἤδη ἡ δύναμη τῆς τέχνης. Αὐτὸ σημαίνει πὼς δὲν γράφουμε παρὰ μόνο ὅταν φτάνουμε σ’ ἐκείνη τὴ στιγμὴ πρὸς τὴν ὁποία ὡστόσο δὲν μποροῦμε νὰ ἀχθοῦμε παρὰ μόνο μέσα στὸ χῶρο τὸν ὁποῖο ἔχει ἤδη ἀνοίξει ἡ κίνηση τοῦ γραψίματος. Γιὰ νὰ γράψουμε, πρέπει ἤδη νὰ ἔχουμε γράψει. Μέσα στὴν ἐναντιότητα αὐτή, τοποθετοῦνται καὶ ἡ οὐσία τῆς γραφῆς, ἡ δυσκολία τῆς ἐμπειρίας καὶ τὸ ἅλμα τῆς ἔμπνευσης.