Είναι γνωστά τα χρυσά ορφικά ταφικά ελάσματα από το βιβλίο του Όττο Κερν.[1] Στην επιφάνειά τους υπήρχαν γραμμένες με μικρά, ακανόνιστα γράμματα και ανορθογραφίες, οι οδηγίες για το νεκρικό ταξίδι του ορφικού μύστη. Αυτά τα ελάσματα, που βρέθηκαν σε τάφους, χρονολογούνται από τον 4ον προχριστιανικόν αιώνα μέχρι τον 3ον μεταχριστιανικόν. Τα περισσότερα ανήκουν στον 4ον ή στον 3ον π.Χ. αιώνα. Το αρχαιότερον (του 400 π.Χ.) βρέθηκε στο Ιππώνιον της Καλαβρίας στην Μ. Ελλάδα και το μεταγενέστερον (μέσα 3ου μ.Χ. αιώνα) προέρχεται από την Ρώμη. Ορφικά ελάσματα έχουμε από την Θεσσαλία (από τα Φάρσαλα του 4ου π.Χ. αι., δύο από την Πέλιννα και δύο από τις Φερές). Δώδεκα βρέθηκαν στην Κρήτη (στην Ελεύθερνα και το Ρέθυμνον του 3ου π.Χ. αι.). Από την Μακεδονία βρέθηκαν στην Πέλλα και την Αμφίπολη επίσης του 4ου π.Χ. αι.
Θα βρεις αριστερά στα ανάκτορα του Άδη κρήνη
και δίπλα της να στέκεται λευκή κυπάρισσος·
σ’ αυτή την κρήνη μήτε να πλησιάσεις.
Θα βρεις και άλλη από την λίμνη της Μνημοσύνης
που ρέει κρύο νερό· φύλακες είναι εμπρός της.
Να πεις: είμαι παιδί της γης και του αστέρινου ουρανού.
όμως το γένος μου είναι ουράνιο· αυτό το ξέρετε κι εσείς.
Στεγνός από την δίψα είμαι και χάνομαι· δώστε μου αμέσως
το κρύο νερό που ρέει από την λίμνη της Μνημοσύνης.
Κι εκείνοι θα σου δώσουνε να πιεις από την θεία κρήνη
και τότε εσύ μέσα στους άλλους ήρωες θα βασιλεύεις.[2]
Οι στίχοι που διασώθηκαν στις ορφικές πινακίδες κρύβουν θαυμάσια τμήματα της ορφικής θεολογίας: πρόκειται για την υπόδειξη στον μυημένο νεκρό να προχωρεί πάντα στα δεξιά για να αποφύγει την κρήνη με την λευκή κυπάρισσο, για το χαρούμενο άγγελμα «χαίρε εσύ που έπαθες το πάθημα· από άνθρωπος έγινες θεός», για την μυστηριακή φράση τελετουργίας «ερίφιο που έπεσες στο γάλα», για τον υπέροχον χαιρετισμόν «χαίρε, χαίρε εσύ που οδοιπορείς στα δεξιά/ στους ιερούς λειμώνες και τα άλση της Περσεφόνης», για την ολόκαρδη ομολογία του μύστη πως είχε πληρώσει το τίμημα για έργα ανόσια που οφείλονταν στην Μοίρα ή στους άλλους αθανάτους, ή στον ριγμένο από τα άστρα κεραυνόν, καθώς και για την διαβεβαίωσή του πως καθαρός και αγνός πλέον πέταξε έξω από τον ασφυκτικόν κλοιόν και με ταχύτατον βήμα έφθασε στους κόλπους της υποχθόνιας βασίλισσας Περσεφόνης, όπου ευμενής, θα τον κατέτασσε στις τάξεις των εναρέτων.[3]
Πώς θα μπορούσαν να αποδοθούν οι ψίθυροι; Με υδατογραφήματα.
Στα ορφικά ελάσματα αναφέρεται συνήθως η λέξη παις (ήταν ο, η παις, δηλαδή και για τα δύο γένη). Μεταφράζεται ως υιός.
Κι εδώ καταφθάνει η φίλη μου Μαρώ, η Μαρώ Βανδώρου, εικαστική καλλιτέχνις σπανίας οξυδέρκειας και ευαισθησίας, που ζει στην Αμερική και τακτικώς επισκέπτεται την Ελλάδα για να βρεθεί στον Κεραμεικόν, στο ψυχομαντείον του Αχέροντος, στην Ελευσίνα και αλλού. Η ίδια δεν γνωρίζει αν περιφέρεται στο όνειρο, στην έμπνευση ή κάπως στην πραγματικότητα, αυτή η «φευγάτη» ονειροθρεμμένη, ονειροπαρμένη και αλαφροΐσκιωτη. Σε ένα από τα ταξίδια της επισκέπτεται μία έκθεση στο Μ. Ακροπόλεως[4] και βλέπει ένα ορφικόν έλασμα από τάφον της Ελεύθερνας, που η μόνιμη θέση του βρίσκεται στο Αρχαιολογικόν Μουσείον Ηρακλείου και είναι του 2ου-1ου π.Χ. αι. Γνωστά κι από άλλα ελάσματα τα λόγια της επιγραφής. Αναφέρεται στην δίψα (στέγνωσα από δίψα και χάνομαι), ζητά να πιει από την αείρροη κρήνη στα δεξιά της κυπαρίσσου. Κι όταν οι φύλακες ρωτούν για ταυτότητα και προέλευση, η νεκρή απαντά: «Γας ημί θυγάτηρ και Ωρανώ αστερόεντος». Η Μαρώ διαβάζει την λέξη «θυγάτηρ». Στο βιβλίο της γράφει η ίδια για την εντύπωση που της προκάλεσε η λέξη θυγάτηρ και η μακρόχρονη πνευματική Οδύσσεια σε τόπους, ταξίδια, μουσεία, σπουδαστήρια και γνωριμίες με ειδικούς τεχνικούς. Γιατί η Μαρώ φτιάχνει βιβλία πραγματικώς αχειροποίητα. Το νέον της βιβλίον έχει τον τίτλον Ψίθυροι και περιέχει σε υδατογραφήματα έξι ορφικά ελάσματα[5] που αναφέρονται σε μύστιδες. Πώς θα μπορούσαν να αποδοθούν οι ψίθυροι; Με υδατογραφήματα. Η Μαρώ χαρακτηρίζει σπανία και δύσκολη την τεχνική του υδατογραφήματος. Την άποψή της πως πρόκειται για μύστιδες την υποστηρίζει μία σοβαρή βιβλιογραφία.[6] Τα υλικά για το βιβλίον είναι επίσης σπάνια και πανάκριβα. Η χαρισματική εικαστικός Μαρώ Βανδώρου δεν αρκείται στα έξι ελάσματα, αλλά βρήκε και ονόματα μύστιδων όπως: Αρχεβούλη η Αντιδώρου, Φιλωτήρα, Φιλίστη, Ευξένη, Φυλομάγα, Φιλημήνα, Ξεναρίστη, Ηγησίσκα, Παλάθα κι εγώ θα προσθέσω: Μαρώ.
41 διακεκριμένοι ειδικοί, μέλη της ελληνικής επιστημονικής κοινότητας των Ευρωπαϊκών Σπουδών, τιμούν τον Παναγιώτη Κ. Ιωακειμίδη, συνεπή οραματιστή και ακτιβιστή υπέρ της ενωμένης Ευρώπης. Επί τέσσερις δεκαετίες, ο Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης συμβάλλει ενεργά στη χάραξη της εθνικής στρατηγικής απέναντι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και τη συνεχή εξέλιξή της. Πέρα από διαμορφωτής πολιτικής, ως δημόσιος διανοούμενος βρίσκεται στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου στη χώρα μας σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τον ευρωπαϊκό ρόλο της Ελλάδας, ενώ γενιές φοιτητών πρωτογνώρισαν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μέσω της πανεπιστημιακής διδασκαλίας του.
Η Ελένη Λαδιά είναι κατά κόσμον βραβευμένη λογοτέχνης, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και άλλα που επιβεβαιώνουν αυτή τη φήμη. Επιτρέψτε μου να σας γνωρίσω την πέραν αυτών...