1

Ο έτυμος λόγος

Μόλις
ἐγκαταστάθηκα στὸ ὡραῖο δωμάτιο τοῦ ξενοδοχείου, κάθησα κατάκοπη στὴν πολυθρόνα
καὶ κοιτοῦσα τὴ θάλασσα. Προχωρημένο φθινόπωρο, σὲ λίγο θὰ ἔμπαινε δριμὺς ὁ
χειμώνας, κι ἐγὼ ἀναρωτιόμουν γιατί ἦρθα σ’ αὐτὸ τὸ νησί, τί γύρευα καὶ γιατί τὸ
ἐπέλεξα.

Ἡ ἐπιθυμία
μου νὰ κάνω μικρὲς ἐκδρομὲς ἀπὸ κεῖ γρήγορα ἀναχαιτίσθηκε, γιατὶ ἡ θαλασσοταραχὴ
δὲν ἐπέτρεπε στὰ μικρὰ πλοιάρια νὰ κινηθοῦν. Ἄρχισα νὰ νιώθω ἐγκλωβισμένη, ἡ ὑγρασία
τρύπωνε παντοῦ καὶ τὰ ἀρθριτικά μου θὰ μὲ πονοῦσαν σίγουρα. Μιὰ ψιλή, μονότονη
βροχή, ὅπως λένε καὶ τὰ μυθιστορήματα, ἄρχισε νὰ πέφτει καὶ νὰ ἐξαφανίζεται στὸ
θαλάσσιο κύμα.

Ἀπογοητευμένη
τακτοποιοῦσα τὶς ἀποσκευές μου μὲ τόση ἐπιμέλεια, λὲς καὶ θὰ ἔμενα καιρὸ σ’ αὐτὸ
τὸ δωμάτιο. Κι ὅσο ἀπασχολιόμουν μ’ αὐτὲς τὶς «νοικοκυροσύνες», τόσο ἐμπόδιζα τὸν
ἑαυτό μου νὰ ξεστομίσει τὴν φράση, ποὺ τόσες φορὲς ἐπαληθεύθηκε: τὰ νησιὰ εἶναι
ἀκατάλληλα τὸν χειμώνα, ἀλλὰ τὰ βλέπεις μόνος σου καὶ καλύτερα, χωρὶς τὶς ὀρδὲς
τῶν παραθεριστῶν.

Ξανακάθησα στὴν
πολυθρόνα καὶ σκεφτόμουν νὰ βρῶ κάποιο νόημα γιὰ τὴν παραμονή μου. Φυσικὰ ἦρθα
γιὰ νὰ δῶ καὶ μερικὰ ἀξιοθέατα, τὸ νησὶ εἶχε πολλά, ἀλλὰ ὃλα τὰ ἑλληνικὰ νησιὰ
διαθέτουν, σκὲφτηκα λυπημένη. Δὲν ἧταν λόγος νὰ ξεκινήσω στὶς ἀρχὲς τοῦ χειμώνα
καὶ νἄρθω ἐδῶ, χωρὶς νὰ ὑπάρχει κάποια ἰδιαίτερη αἰτία. Χρειαζόμουν βέβαια μιὰ ἀλλαγή,
μόλις εἶχα βγεῖ ἀπὸ μία ἀνείπωτη προσωπικὴ θλίψη, ἀλλὰ θὰ μποροῦσα νὰ ἐπιλέξω ἕναν
τόπο μὲ πιὸ ἥπιο κλίμα.

Ἡ βροχὴ δυνάμωσε
τώρα καὶ ὁ κλιματισμὸς τοῦ ξενοδοχείου δὲν λειτουργοῦσε, δὲν εἶχε φτάσει ὁ
καθορισμένος χρόνος μοῦ ἐξήγησαν, καὶ οἱ πελάτες ἦταν λίγοι, κυρίως ἐμπορευόμενοι.
Δὲν ἔβρισκα κανένα πρακτικὸ λόγο τοῦ ἐρχομοῦ μου.

Εἶναι ὅμως πέρα
γιὰ πέρα ἀληθινὸ πὼς ὅποιος θέλει νὰ βρεῖ ἕναν λόγο, τὸν βρίσκει. Ἔτσι λοιπὸν ἡ
παράξενη καὶ ἀπρόβλεπτη μνήμη μου ἔφερε στὴν ἐπιφάνεια μιὰ παλιὰ ἐπιθυμία,
λησμονημένη ἐδῶ καὶ δέκα χρόνια. Αἰφνιδίως θυμήθηκα πὼς στὴν βιβλιοθήκη τοῦ
συγκεκριμένου νησιοῦ ὑπῆρχε μία μετάφραση ἑνὸς ἀρχαίου κειμένου, ποὺ κάποτε γύρευα
μὲ ἐπιμονή. Ἐνθουσιάστηκα, τὸ ταξίδι μου φάνηκε δικαιωμένο. Σκέφτηκα μάλιστα πὼς
ἂν ἡ βιβλιοθήκη διέθετε φωτοτυπικὸ μηχάνημα, θὰ μποροῦσα νὰ ἔχω κι ἐγὼ τὴν μετάφραση.
Καὶ μὲ τὴν βοήθειά της θὰ διάβαζα ἐπιτέλους ὁλόκληρα τὰ «Ἀργοναυτικὰ» τοῦ Ἀπολλωνίου
τοῦ Ροδίου, γιατὶ ὁμολογῶ πὼς ὑπῆρχαν τμήματα ποὺ μὲ δυσκόλευαν στὸ πρωτότυπο.
Δὲν γνώριζα ἂν ἡ βιβλιοθήκη λειτουργοῦσε ἀπόγευμα, κάπου φοβήθηκα τὴν ψιλὴ βροχή,
κάπου ἤθελα καὶ τὴν προσδοκία, κι ἔτσι ἀποφάσισα νὰ ξεκινήσω τὴν ἔρευνά μου τὸ
αὐριανὸ πρωί.

Ἡ βροχὴ εἶχε
σταματήσει, ἀλλὰ ἡ ὑγρασία βάραινε τὴν ἀτμόσφαιρα. Δὲν εἶχα κοιμηθεῖ καλά, κρύωνα
παρ’ ὅλα τὰ μάλλινα ποὺ φόρεσα πάνω ἀπὸ τὶς πιτζάμες, γιατὶ πάντα σιχαινόμουν τὰ
κλινοσκεπάσματα τοῦ ξενοδοχείου.

Κατέβηκα γιὰ
πρωινὸ κακόκεφη καὶ δυσαρεστημένη, καὶ βρῆκα ἀρκετοὺς πελάτες νὰ τρῶνε. Κι ὁμολογῶ
πὼς μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες δοκιμασίες τῆς ζωῆς μου εἶναι νὰ βρίσκομαι μόνη σὲ ἑστιατόρια.
Μὲ πιάνει ἀνησυχία καὶ ἐμφανίζονται ὅλες οἱ ἐφηβικές μου ἀνασφάλειες. Νομίζω ὅτι
ὅλοι μὲ παρατηροῦν καὶ μὲ σχολιάζουν, καὶ πάντα κινδυνεύω νὰ σπάσω τὸ πιάτο, νὰ
ρίξω τὸν καφὲ ἔξω ἀπὸ τὸ φλιτζάνι καὶ ἄλλα συναφῆ.

 Κάθησα μὲ κακία καὶ ἤπια μόνο καφέ, μολονότι
πεινοῦσα πολύ. Δίπλα μου ἕνα ζευγάρι ἔτρωγε μὲ ὄρεξη βούτυρο καὶ μαρμελάδα κι ἕπιναν
μάλιστα καὶ μανταρινάδα. Λαχταροῦσα κι ἐγὼ ἕναν χυμὸ μανταρινιοῦ, ἀλλὰ δυσκολευόμουν
νὰ φτάσω μέχρι τὸν μπουφέ. Δὲν τὸ κρύβω πὼς γι’ αὐτὲς τὶς πρακτικὲς ἀνάγκες θὰ ἤθελα
πολὺ ἕναν ὑπηρέτη. Περιορίστηκα ἑπομένως μόνο σ’ αὐτὰ ποὺ ἔφερε ὁ σερβιτόρος:
τσάι καὶ καφέ.

Τὰ νεῦρα μου ἦταν
τεντωμένα κι ἀντιπάθησα τὸν σερβιτόρο θεωρώντας τον μέτοχο τῆς ὅλης συνωμοσίας.
Ξαφνικὰ ἀπὸ τὸ διπλανὸ ζευγάρι μίσησα τὸν ἄνδρα. Ἦταν ἕνας κοντακιανὸς κοκκινομάλλης
ποὺ μιλοῦσε ἀκατάπαυστα ἀνακατεύοντας Ἑλληνικὰ καὶ Ἐγγλέζικα, ἔτρωγε συνεχῶς,
μασούλαγε γεμάτος αὐτοπεποίθηση κι ἀντιμετώπιζε τὸν σερβιτόρο σὰν ἀληθινὸ ὑπηρέτη.
«Ἄκου, σιάξε μου δυὸ αὐγὰ μελάτα», τὸν πρόσταξε σὲ μιὰ στιγμή, κι ἐγὼ ἐνοχλήθηκα,
ὄχι γιατὶ θὰ ἔτρωγε ἐπιπλέον δυὸ αὐγά, ἀλλὰ γιὰ τὴν ρηματικὴ προστακτική: σιάξε
μου. Ἄκου σιάξε! Τί σαχλὸ ρῆμα ἦταν αὐτό! Καὶ δὲν σήμαινε αὐτὸ ποὺ ἤθελε νά πεῖ
ὁ κακόγουστος! Τὸ ρῆμα σιὰχνω εἶναι ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ἰσάζω καὶ σημαίνει κάνω κάτι ἴσο.
Τί παραγγελία ἦταν αὐτή! νὰ τοῦ ἰσιώσει δυὸ αὐγά; Παρασκευάζω θὰ ἦταν τὸ σωστό,
ἑτοιμάζω δηλαδή, ἀλλὰ θὰ ἀκουγὸταν κάπως ἀστεῖο. Θὰ μποροῦσε ὅμως νὰ περιοριστεῖ
ὁ ἀγνώστου ἐθνικότητος κοκκινογένης στὸ ρῆμα φτιάχνω. Λαχταροῦσα νὰ τοῦ δώσω δυὸ
χαστούκια στὰ φρέσκα καὶ κατακόκκινα μάγουλά του. Συγχρόνως ὅμως ἀνησυχοῦσα γιὰ
τὴν μικροψυχία μου. Τί μοῦ ἔφταιγε τὸ ἀνθρωπάκι ποὺ ἔτρωγε; Κρίμα μάλιστα που εἶχα
καὶ ἀνώτερα κίνητρα! Ἐγὼ δὲν ἦρθα ἐδῶ γιὰ νὰ φάω ἀλλὰ γιὰ νά βρῶ ἐπιτέλους –πῶς
μπόρεσα νὰ ζήσω δέκα χρόνια χωρὶς αὐταό;– τὴν μετάφραση τῶν Ἀργοναυτικῶν!

Κρέμασα τὴν σάκα
μου στὸν ὦμο, καὶ ἀρκετὰ πεινασμένη ἔφυγα γιὰ τὴν βιβλιοθήκη.

Στὸν δρόμο αἰσθανόμουν
μία ἀνεξήγητη περηφάνεια, καὶ ἐκτοξευόμουν σὲ ἀνώτερες σφαῖρες. Καὶ βάζω στοίχημα
πὼς ὅποιον κάτοικο τοῦ νησιοῦ κι ἂν ρώταγες νὰ μαντέψει, γιατί ἦρθε αὐτὴ ἡ
γυναίκα ποὺ ἔτρεχε στοὺς δρόμους ψάχνοντας, κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ
πὼς ἦρθε γιὰ τὴν μετάφραση τῶν Ἀργοναυτικῶν τοῦ Ἀπολλωνίου τοῦ Ροδίου, μιὰ μετάφραση
ποὺ εἶχε ἐκδοθεῖ σ’ αὐτὸ τὸ νησὶ τὸ ἔτος 1935, ἐποχὴ ποὺ ἡ συγκεκριμένη γυναίκα
δὲν εἶχε δεῖ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου.

Φαίνεται πὼς
θὰ κούρασα ἀρκετὰ τὴν φιλότιμη ὑπάλληλο τῆς βιβλιοθήκης νὰ βρεῖ τὸ βιβλίο.
Ξαφνιάστηκε στὴν ἀρχή, ἔψαχνε, ρωτοῦσε, συμβουλευόταν τοὺς καταλόγους, καὶ μετὰ
ἀπὸ ὥρα φάνηκε φῶς. Σκοτωνόταν νὰ μὲ ἐξυπηρετήσει, τὸ σπάνιο βιβλίο ποὺ ζήτησα
μὲ ἀνέβαζε στὰ μάτια της. Περιχαρὴς μὲ πληροφόρησε πὼς τὸ βρῆκε καὶ δικαιολόγησε
τὴν καθυστέρηση μὲ τὴν φράση πὼς κανεὶς δὲν ζητᾶ πλέον τέτοια βιβλία.

Πῆρα τὸ βιβλίο-λάφυρο
ποὺ ἔδινε ἕνα νόημα στὸ ταξίδι μου, καὶ κάθησα νά διαβάσω. Ἦταν φανερό, τὸ βιβλίο
δὲν εἶχε γιὰ χρόνια χρησιμοποιηθεῖ.

 Οἱ σελίδες κατακίτρινες, σκονισμένες, κόλλαγαν
μεταξύ τους. Μὲ προσοχὴ ἄρχισα νὰ τὸ φυλλομετρῶ. Μετὰ τὴν μέση περίπου, δυὸ
λεπτές, χειρόγραφες κόλλες τράβηξαν τὴν προσοχή μου. Τὶς ἔβγαλα ἀπὸ τὸ βιβλίο,
κάποιος θὰ τὶς ξέχασε ἐκεῖ πρὶν ἀπὸ χρόνια σκέφτηκα, κι ἄρχισα νὰ διαβάζω… 

Εκδόσεις Αρμός

Εικόνα: Boston Museum