Ο Βασιλιάς αντάλλαξε δυο λόγια με τους γραμματικούς που τον περιστοίχιζαν, και είπε:
«Σωστά είχα πει για τον πρώτο ύμνο σου πως ήταν μια ευτυχής επιτομή όλων όσα έχουν τραγουδηθεί στην Ιρλανδία ως σήμερα. Ο σημερινός ξεπερνά τον προηγούμενο, αλλά και τον ακυρώνει. Θαμπώνει, ξαφνιάζει, γοητεύει. Δεν είναι για τους απαίδευτους, μα για τους γνώστες, τους ολίγους. Ένα αλαβάστρινο σεντούκι να φυλάξει το μοναδικό χειρόγραφο. Κι από την πένα που έφτιαξε ένα τόσο εξαίσιο έργο, μπορούμε να προσδοκούμε ένα άλλο, ακόμα πιο αριστοτεχνικό».
Και πρόσθεσε, μ’ ένα χαμόγελο:
«Είμαστε πρόσωπα ενός μύθου, και καλό είναι να θυμόμαστε πως, στους μύθους, ο αριθμός τρία εξουσιάζει».
«Τα τρία δώρα του Μάγου, οι τριάδες κι η αδιαμφισβήτητη Τριάδα» ψέλλισε ο ποιητής.
«Ως δείγμα της εκτίμησής μας» συνέχισε ο Βασιλιάς, «δέξου αυτό το χρυσό προσωπείο.»
«Κατάλαβα κι ευχαριστώ» είπε ο ποιητής.
Μετά από ένα χρόνο, ξαναγύρισε. Οι φρουροί του παλατιού πρόσεξαν πως δε βαστούσε χειρόγραφο. Ο Βασιλιάς τον κοίταξε ξαφνιασμένος· ο ποιητής έδειχνε άλλος άνθρωπος. Κάτι άλλο, εκτός από το χρόνο, είχε σημαδέψει και παραμορφώσει τα χαρακτηριστικά του. Τα μάτια του, σαν να ‘βλεπαν πολύ μακριά – ή να μην έβλεπαν καθόλου. Ο ποιητής ζήτησε να του δοθεί η χάρη να μιλήσει μόνος με το Βασιλιά. Οι σκλάβοι βγήκαν απ’ την αίθουσα.
«Δεν έγραψες την ωδή;» ρώτησε ο Βασιλιάς.
«Την έγραψα, άρχοντά μου» είπε θλιμμένα ο ποιητής, «μα κάλλιο ο Ιησούς Χριστός να μ’ είχε εμποδίσει!»
«Μπορείς να την απαγγείλεις;»
«Δεν έχω το θάρρος.»
«Σου δίνω εγώ το θάρρος» είπε ο Βασιλιάς[5] .
Ο ποιητής απήγγειλε το ποίημα. Ήταν ένας και μόνον στίχος.
Μη τολμώντας να τον προφέρουν μεγαλόφωνα, ο ποιητής κι ο Βασιλιάς του τον ψιθύρισαν, σαν να ‘ταν μυστική προσευχή ή βλασφημία. Ο Βασιλιάς φαινόταν το ίδιο έκθαμβος και συγκλονισμένος με τον άλλον. Κοιτάχτηκαν, κατάχλομοι.
«Κάποτε, στα νιάτα μου» είπε ο Βασιλιάς, «πήγα ένα ταξίδι δυτικά. Σ’ ένα νησί, είδα ασημένια λαγωνικά να θανατώνουν χρυσά αγριογούρουνα. Σ’ ένα άλλο, γευτήκαμε τους χυμούς μαγεμένων μήλων. Σ’ ένα άλλο, είδα τείχη από φωτιά. Και στο πιο μακρινό απ’ όλα, ένα κρεμαστό ποτάμι κατέβαινε θολωτό απ’ τον ουρανό, και μέσα του ταξίδευαν πλεούμενα και ψάρια. Όλα αυτά είναι θαυμαστά, μα δε συγκρίνονται με το ποίημά σου, που λες και τα περιέχει όλα. Τι μάγια σού ‘καναν;»
«Ξύπνησα την αυγή» είπε ο ποιητής, «κι έλεγα κάτι λέξεις που ούτε εγώ τις καταλάβαινα στην αρχή. Αυτές οι λέξεις είναι ένα ποίημα. Ένιωσα σαν να ‘χα κάνει μια αμαρτία, απ’ αυτές που δεν τις συγχωρεί το Άγιο Πνεύμα.»
«Την αμαρτία που από δω και μπρος θα μοιραζόμαστε» ψιθύρισε ο Βασιλιάς.
«Την αμαρτία πως γνωρίσαμε την Ομορφιά, που είναι απαγορευμένη στους ανθρώπους. Τώρα πρέπει να εξιλεωθούμε. Σου χάρισα έναν καθρέφτη κι ένα χρυσό προσωπείο· αυτό είναι το τρίτο δώρο μου και τελευταίο.»
Και του ‘βαλε στο δεξί χέρι ένα εγχειρίδιο.
Για τον ποιητή, ξέρουμε σήμερα πως αυτοκτόνησε βγαίνοντας απ’ το παλάτι· για το Βασιλιά, πως είναι ένας ζητιάνος, πως γυρνά στους δρόμους της Ιρλανδίας που ήταν κάποτε το βασίλειο του, και πως ποτέ δεν ξαναπρόφερε το ποίημα.
Το διήγημα περιλαμβάνεται και στον τόμο «Άπαντα Πεζά», έκδοση Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2005. Στο περιοδικό Εποπτεία ο μεταφραστής είχε εκτενέστερες σημειώσεις, αλλά εδώ ακολουθήσαμε την τελική γραφή του στον τόμο όπου συγκέντρωσε άπαντα τα πεζά του Μπόρχες.
[1] ΣτΜ. 23 Απριλίου 1014
[2] Οι δύο βασικοί κύκλοι επών της μεσαιωνικής ιρλανδικής λογοτεχνίας, γραμμένων κατά τον 7ο και 8ο αιώνα μ.Χ.
[3] Σαφής αναφορά στα κένινγκαρ της αρχαίας σκανδιναβικής ποίησης
[4] Λατινικά στο κείμενο «Ο μη γένοιτο»
[5] Αυτές οι δύο φράσεις του διαλόγου επαναλαμβάνονται αυτούσιες και στο «Άλλη απόκρυφη περικοπή» (Οι συνωμότες).
Ἀπὸ περ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ, τεῦχος 51, Αθῆναι 1980 [στη φωτογραφία ο ποιητής με τον Παν. και τη Ζηνοβία Δρακοπούλου] Τὸ βράδυ ἐκεῖνο ἦταν βαρὺ ζεστὸ...
Ἀπὸ περ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ, τεῦχος 51, Αθῆναι 1980 Ἐλπήνορ πῶς ἦλθες… ΟΜΗΡΟΣ Τοπίο θανάτου. Ἡ πετρωμένη θάλασσα, τὰ μαῦρα κυπαρίσσια, τὸ χαμηλὸ ἀκρογιάλι ρημαγμένο...
Εποπτεία, τεύχος 45, Μάιος 1980. Μετάφραση: Μαρία Μέντζου Το ελληνικό πνεύμα πρωτοφανερώθηκε στην ποίηση. Ο κόσμος του ομηρικού έπους και όχι κάποια θρησκευτική ή πολιτειακή παράδοση...
Εποπτεία, τεύχος 43, Φεβρουάριος 1980 [1]. Αναδημοσιεύουμε τιμώντας τη μνήμη του αγαπητού συγγραφέα φεῦ-φεῦ, φρονεῖν ὡς δεινὸν ἔνθα μὴ τέλη λύει φρονοῦντι. Ταῦτα γὰρ...
Ο Βασιλιάς αντάλλαξε δυο λόγια με τους γραμματικούς που τον περιστοίχιζαν, και είπε: «Σωστά είχα πει για τον πρώτο ύμνο σου πως ήταν μια ευτυχής...