Garry Wills, “Love in the Lower Depths”, New York Review of Books, October 26, 1989.
Μετάφραση: Ζηνοβία Δρακοπούλου, Εποπτεία, Οκτώβιος 1993. [εδώ δημοσιεύουμε χωρίς σημειώσεις και με ανεπαίσθητες αλλαγές]
Το Όλιβερ Τουίστ είναι από τα πρώτα μυθιστορήματα που συνέλαβε ο Ντίκενς, και ίσως το πιο γνωστό βιβλίο του. Είναι ένα θρίλλερ της Σχολής Νιουγκέητ, τόσο τρομακτικό ώστε να προκαλέσει τους βικτωριανούς λογοκριτές. Είναι, επίσης, ένα κλασικό «βιβλίο με ήρωα αγόρι» γραμμένο με μια συνταγή πάνω στην οποία ο Ντίκενς έβαλε για πάντα τη σφραγίδα του. Όταν ο Μαρκ Τουαίην και ο Ρόμπερτ Λιούις Στήβενσον χρησιμοποιούν τη συνταγή, τον μιμούνται χωρίς όμως να τον ξεπεράσουν.
Τα βασικά στοιχεία της συνταγής είναι τα εξής: ένα αγόρι χωρισμένο από την οικογένειά του (συνήθως ορφανό) βρίσκει σε κάποιον απόβλητο της κοινωνίας έναν προστάτη. Έχοντας στερηθεί τη φυσιολογική κοινωνικοποίησή του, το αγόρι αναγκάζεται να τα βγάλει πέρα στην κοινωνία ως παρείσακτο, όντας εξοικειωμένο με την αντικοινωνική στάση του «εκκεντρικού» καθοδηγητή του. Διδάσκεται από το ανώμαλο πριν αποκτήσει εμπειρία του ομαλού. Η συνταγή θέλει όχι μόνο να μπαίνει το παιδί σε επικίνδυνες περιπέτειες αλλά και να πέφτει ένα φως αμφισβήτησης πάνω στους κοινωνικούς δεσμούς που το παιδί έχει στερηθεί προσωρινά ή για πάντα. […]
Σε αυτού του τύπου τα μυθιστορήματα, η απειλή έρχεται τη νύχτα, όταν η φαντασία του παιδιού είναι πολύ ανοιχτή στον κίνδυνο. Τα βιβλία του είδους αποπνέουν έναν αέρα φορτισμένο από τα μυστικά των ενηλίκων τα οποία μισοακούγονται μόνο ή μισοκαταλαβαίνονται, όταν κουβέντες δυσοίωνες φτάνουν σ’ ένα παιδί που έχει στήσει αυτί ενώ υποτίθεται πως κοιμάται. Στο Νησί των Θησαυρών του Ρόμπερτ Λιούις Στήβενσον ο μικρός Τζίμ Χώκινς συλλαμβάνει την πρώτη νύξη της καταχθόνιας πράξης όταν, κρυμμένος μέσα στό βαρέλι του πλοίου, κρυφακούει τον Λονγκ Τζων που κουβεντιάζει με τους συνεργούς του. Κι ο Όλιβερ, καθώς παρακολουθεί μέσα από τα μισοξύπνια μάτια του τον Φέηγκιν να εξετάζει τον μυστικό θησαυρό του, απειλείται για πρώτη φορά από το μαχαίρι του Φέηγκιν όταν έγινε φανερό πως είδε πράγματα που δεν θάπρεπε νάχει δει.
[…]
Για την πλήρη όμως εκμετάλλευση της συνταγής πρέπει κανείς να καταφύγει στον Ντίκενς, ο οποίος είχε το εξαιρετικό χάρισμα να καταλαβαίνει την απελπισία της παιδικής ηλικίας όταν ερχόταν αντιμέτωπη με τη σκληρότητα ή τη βραδύνοια των μεγάλων. Αυτή είναι η διέπουσα αρχή στον Όλιβερ Τουΐστ και υφέρπει στα άλλα μυθιστορήματά του, ιδιαίτερα τα «αυτοβιογραφικά» – χαρακτηριστικό δείγμα είναι ο δεσμός ανάμεσα στον Δαυίδ Κόπερφηλντ και τον κοινωνικά ανεύθυνο Γουΐλκινς Μικώμπερ ή στις Μεγάλες προσδοκίες ο δεσμός ανάμεσα στον Πιπ και τους περιθωριακούς χαρακτήρες όπως η απομονωμένη Μις Χάβισαμ και ο δραπέτης Άβελ Μάγκγουϊτς.
Στον Όλιβερ Τουΐστ, ο Ντίκενς αρχίζει με πρόθεση να ταράξει το ακροατήριό του. Το πέτυχε τόσο καλά ώστε ο Λόρδος Μέλμπορν αποκήρυξε το «κακό, διεστραμμένο, φαύλο γούστο» του μυθιστορήματος, και ο Θάκεραι κατηγόρησε τον Ντίκενς ότι έφερνε το κοινό του στο σημείο «να ξοδεύει τη συμπάθειά του σε μαχαιροβγάλτες και σ’ άλλα τέτοια τέρατα του κακού». Το βιβλίο εγγράφηκε στον πίνακα της αστυνομίας μεταξύ εκείνων που προάγουν την εγκληματικότητα, οι δε θεατρικές του προσαρμογές απαγορεύτηκαν από το Λόρδο Τσάμπερλαιν. Κάτω από την επιφανειακή ευπρέπεια του μυθιστορήματος, καραδοκούν πυρετικά οράματα της ζωής του λονδρέζικου υποκόσμου, κτηνώδεις εικόνες ενός σαδιστή δολοφόνου και μιας μαζοχιστικής πόρνης, ενός παιδεραστή «κλεπταποδόχου» που διαθέτει ένα μικρό χαρέμι βοηθών και -το τελευταίο και συγκλονιστικότερο- το σύστημα ενός νόμιμου ορφανοτροφείου, το οποίο είναι ακόμη χειρότερο από τον υπόκοσμο εκείνον από τον οποίον σώζονται, όπως ισχυρίζεται, όσα παιδιά αφήνονται στη φροντίδα του.
Ποιοι είναι οι πραγματικοί εγκληματίες, ρωτάει ο Ντίκενς, οι Φέηγκιν και Μπιλλ Σάϊκς ή ο Μπηντλ Μπαμπλ και η κυρία Μάν -οι βασανιστές του Όλιβερ στό ορφανοτροφείο; Πού συντριβόταν χαμερπέστερα η ψυχή του Όλιβερ – στην «τρώγλη» του Φέηγκιν ή στο ορφανοτροφείο; Συχνότερα προειδοποιούσαν τον Όλιβερ ότι θα τον «κρεμάσουν» στον εύρυθμο κόσμο του ορφανοτροφείου (αν η εφαρμογή του νόμου περί ορφανών άξιζε αυτό το όνομα) απ’ ότι όταν συναναστρεφόταν με πόρνες και κίναιδους. Ανάμεσα στους τελευταίους, τουλάχιστον, είχε τη δυνατότητα να γελάει. Όταν ο Φέηγκιν με θεατρινίστικο τρόπο κάνει «πρόβες» με τους προστατευομένους του πως να κλέβουν στους δρόμους, το κάνει «μ’ ένα τόσο αστείο τρόπο, που ο Όλιβερ γελούσε ώσπου κυλούσαν δάκρυα πάνω στο πρόσωπο του». Κι αυτή είναι η πρώτη φορά μέσα στο μυθιστόρημα που γελάει.
Έκθετος στην κριτική των ιθαγενών Τιβ Τι γίνεται όταν μια κοινωνική ανθρωπολόγος -πιστεύει στην παγκοσμιότητα της κουλτούρας και για ν’ αποδείξει την ορθότητα της πίστης...
Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης, περ. Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, Μάιος 1945, αναδημ. στο περ. Εποπτεία, Ὀκτώβριος 1993. Εμφάσεις από την Εποπτεία. ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΠΡΩΤΑ νὰ ὁρίσω μὲ ποιὰ...
Garry Wills, “Love in the Lower Depths”, New York Review of Books, October 26, 1989. Μετάφραση: Ζηνοβία Δρακοπούλου, Εποπτεία, Οκτώβιος 1993. [εδώ δημοσιεύουμε χωρίς σημειώσεις...
Πρώτη δημοσίευση: Εποπτεία, Οκτώβριος 1991, με τίτλο Το άξιον συζητήσεως κώμα. Η ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ της νεοελληνικής κοινωνίας έχει ήδη αποκτήσει έναν όγκο, ίσως...