Εποπτεία, τεύχος 43, Φεβρουάριος 1980 [1]. Αναδημοσιεύουμε τιμώντας τη μνήμη του αγαπητού συγγραφέα
φεῦ-φεῦ, φρονεῖν ὡς δεινὸν ἔνθα μὴ τέλη λύει φρονοῦντι. Ταῦτα γὰρ καλῶς ἐγὼ εἰδὼς διώλεσ’ οὐ γὰρ ἄν δεῦρ’ ἰκόμην.
[Τειρεσίας: Αλίμονο, τρομερή είναι η σοφία όταν δεν βοηθάει αυτόν που την έχει. Τόξερα καλά αυτό, αλλά μου ξέφυγε απ τό νου· αλλιώς δεν θα ‘ρχόμουν εδώ.]
Οιδίπους Τύραννος, 316-18
A reconnaitre le drame de la folie, la raison est a son affaire, sua res agitur…
(J. Lacan, Ecrits, σελ. 574)
Mια μέρα ο Γρηγόρης Samsa, ένας από μας, ξυπνά, βγαίνει απ’ το δωμάτιό του κι αντιλαμβάνεται ότι απ’ τους ανθρώπους γύρω του κανείς, μα κανείς δεν καταλαβαίνει τι τους λέει. «Τι τους συμβαίνει διάολε» σκέφτεται. «Δεν είναι δυνατόν όλοι να τρελάθηκαν. Είναι πολλοί και είμαι μόνος». Ωστόσο δεν ήταν εφιάλτης. «Κι αν εγώ είμαι…» λέει στον εαυτό του.
Δεν δίνω εδώ τον ορισμό της ψύχωσης· υποβάλλω την ιδέα ότι η τρέλα έχει σαν τόπο κατοικίας της το χώρο ακριβώς εκείνον όπου βρίσκεται απορριμένο ό,τι μια ανθρώπινη κοινότητα αποκλείει ριζικά από την «κατανόησή» της. Η εικόνα ταύτισης που ο ψυχωτικός θέλει δική του, απορρίπτεται από τους συνανθρώπους του.
Παρά τον «Αίαντα» δύσκολο μας είναι σήμερα να γνωρίζουμε τί σήμαινε η τρέλα για έναν σύγχρονο του Σοφοκλή. Ίσως του φαινόταν δυστυχία (πάθος στην αρχαία και όχι εγελιανή έννοια της λέξης)2, αλλά μας λείπουν τα στοιχεία που θα χρειαζόμασταν για να στηρίξουμε μιαν απόλυτα πειστική ερμηνεία. Έκτοτε, κανονικό δίκαιο και καρτεσιανό Cogito, ο νομικός και ο επιστημονικός λόγος, έχουν σχεδόν καταπνίξει την αντίληψη της τρέλας, σίγουρα διαφορετική απ’ τη δική μας, που είχαν ίσως άλλες εποχές και άλλοι πολιτισμοί. Γράφοντας την «Ιστορία της τρέλας στην κλασική εποχή», ο Michel Foucault θέλησε βέβαια — κι αυτό είναι το μεγάλο προτέρημα του μνημειώδους συγγράμματος του3 — να γράψει μιαν ιστορία της ίδιας της τρέλας. Της ίδιας. Δίνοντάς της τον λόγο, ο Foucault θέλησε να γίνει η τρέλα υποκείμενο του βιβλίου του. «Ιστορία, όχι της ψυχιατρικής — γράφει — αλλά της τρέλας, πριν από κάθε αιχμαλωσία της απ’ την γνώση». Αρκεί όμως να κλειδώσει κανείς σ’ ένα συρτάρι τα εννοιολογικά εργαλεία της ψυχιατρικής για να ξαναβρεί την αθωότητα της επαφής του και να σπάσει κάθε συνενοχή με την ορθολογική και πολιτική τάξη που κρατάει δέσμια την τρέλα; 4
Απαραίτητο διάβημα — νομίζω —, αλλά όχι αρκετό. Και δύσκολο, αν σκεφτούμε πως υπάρχουν κείμενα τρελών (υπαινίσσομαι εδώ τα Απομνημονεύματα του δικαστού D.S.Schreber) που αθέλητα μετατρέπουν τον αδαή αναγνώστη τους σε ψυχίατρο, εγκλωβισμένα εν μέρει στο ίδιο είδος αντικειμενικού λόγου με εκείνον της ψυχιατρικής (η Nervens-sprache του Schreber είναι η γλώσσα του Fleschig, του ψυχίατρου που τον νοσήλευε)5. Παρ’ όλα αυτά, απέραντη απόσταση χωρίζει τη θετική γνώση, που στο όνομα διαφόρων θεωριών προσδιορίζει το σύμπτωμα και κατατάσσει εντομολογικά το «σημείο» —με την μάταιη ελπίδα πως η ονομασία του ισοδυναμεί με κατανόησή του, και με την αυταπάτη πως η ερμηνεία είναι αίτιο των συμπτωμάτων—, από μια εκ των ένδον γνώση σαν του Schreber ή του Wolfson η οποία παίρνει ξάφνου τον λόγο και προκλητικά αποκαλύπτει στην ιερατικά κατεστημένη γνώση κάτι που η σιωπή της της είχε αποκρύψει. Πόσες αναλύσεις, πόσες θεωρίες, πόσα μηνύματα επί μηνυμάτων υποτάσσουν τον λόγο της τρέλας σε μια άγονη ταξιθέτηση, αντιμετωπίζοντάς τον σαν νάτανε νεκρός!6
Επισημαίνουμε εδώ, με υπερβολική ίσως συντομία, μιαν αδυναμία προσπέλασης της οποίας η ψυχανάλυση μόνο μας επιτρέπει να πάρουμε το μέτρο, εισάγοντας το σημείο εκείνο απ’ όπου μπορούν να μελετηθούν τα ψυχικά φαινόμενα, χωρίς το υποκείμενο που είναι φορέας τους να καταδικάζεται στη σιωπή: υποδείχνοντάς το σαν ασυνείδητο υποκείμενο επιθυμίας.
Γι’ αυτό, η άρθρωση και η ανάπτυξη του ερωτήματος μας υποχρεώνει να στραφούμε προς τον Freud, όταν η εμπειρία της τρέλας έπαυσε να είναι βλαστήμια ή σημασία που κανείς δεν μπορεί να ανεχθεί, όταν η μιλιά της έγινε δεκτή σαν σημαίνουσα απόλυτα διαφορετική από τις άλλες, μα όχι λιγότερο σημαίνουσα, μιλιά όχι φλύαρη κι ανόητη αλλά αποκλεισμένη απ’ την σώφρονα λογική του λογισμού μας.
Μ’ αυτήν την έννοια, ναι η ψυχανάλυση είναι η μεγάλη παραβίαση των απαγορεύσεων της σκέψης, καθώς το ήθελε ο Freud. Όχι με την έννοια ότι έλυσε το πρόβλημα της ψύχωσης, όπως εξ άλλου δεν το έλυσε μήτε η αντιψυχιατρική (η αντιψυχιατρική: ένα κίνημα νοήματος, απελευθέρωσης του ψυχιάτρου). Την άποψη αυτή δεν την υποστηρίζω μόνο ή κυρίως σε στενά θεραπευτική βάση, εννοώντας δηλαδή ότι οι ψυχαναλυτές όπως έχει ειπωθεί απ’ την Ida Macalpine στον πρόλογο της αγγλικής έκδοσης του Schreber, εγγυώνται την «θεραπεία»7 της ψύχωσης σ’ όλες τις περιπτώσεις όπου δεν πρόκειται για ψύχωση. Θεωρώ ότι η θεραπεία είναι πριν απ’ όλα ένα αίτημα, αίτημα που φέρεται απ’ την φωνή του πάσχοντος και που περνάει συνεπώς από μονοπάτια και κώδικες που δεν είναι οποιοιδήποτε, που είναι οι κώδικες της νεύρωσης (και ιδιαίτερα της υστερίας). Γι’ αυτό το λόγο ακριβώς η ψυχανάλυση συναντά στην ψύχωση το πιο ενδόμυχο, το πιο ακαταμάχητο βασάνισμά της. Απουσία μετάθεσης (Transfert) καθώς πίστευε ο Freud, αποδίδοντας σ’ αυτό την αδυναμία του αναλυτή, ή μάλλον μετάθεση ιδιάζουσας μορφής, απόλυτα διαφορετική απ’ την νευρωτική — καθώς σήμερα μας φαίνεται σωστότερο —, η σχέση του ψυχωτικού με τον συνομιλητή του αποκλείει πάντως το κοινό εκείνο σημασιολογικό έδαφος που κάνει δυνατή την εκ μέρους του διατύπωση ενός αιτήματος νοήματος κι ενός ερμηνεύσιμου ερωτήματος. Η τρέλα δεν είναι λοιπόν terra incognita που μπορεί κανείς να εποικίσει με την βοήθεια της δικής του αναλυτικής γνώσης, ανακαλύπτοντας ό,τι ανέκαθεν γνώριζε καλά. Το αίνιγμά της ο ψυχαναλυτής οφείλει να το δεχθεί σαν αίνιγμα δικό του (της δικής του στάσης και μετάθεσης), και σαν αίνιγμα της ίδιας της ψυχανάλυσης σαν θεωρίας. Ο ψυχωτικός όταν μιλάει, εκείνος στον οποίο απευθύνεται ή βρίσκεται εντός του, είναι καθαρό αντικείμενο ενδοβολής του, ακυρωμένος σχεδόν σαν Άλλο υποκείμενο ή γίνεται ηχώ του ιδανικού του — ιδανικοποιημένο εγώ, δηλ. μη-εγώ— οπότε η μιλιά του δεν είναι δική του, ο ίδιος δεν είναι παρά ο «φωνογράφος της αλήθειας των άλλων»8. Τονίζοντας τις ειδικές δυσκολίες της κλινικής ή και της απλής ομιλούσας σχέσης του ψυχωτικού με τον συνομιλητή του, δεν αποκλείω a priori την ψύχωση απ’ το φροϋδικό πεδίο ούτε την θεωρώ ολοκληρωτικά ανεξερεύνητη ή μη-εξερευνήσιμη απ’ την ψυχανάλυση. Άλλο όμως η θεωρία, όσο γόνιμη κι αν είναι αυτή — κι ας μην ξεχνάμε ότι ο Freud δεν δίσταζε να ονομάζει την θεωρητική κατασκευή του για την ψύχωση ισοδύναμη της παραληρηματικής κατασκευής—, κι άλλο η κλινική εμπειρία. Διότι είναι γεγονός ότι οι ψυχωτικοί μιλούν την ίδια γλώσσα με εμάς και πως αν δεν υπήρχε αυτό το στοιχείο γλωσσικής κοινότητας δεν θα καταλαβαίναμε τίποτε απολύτως. Κι όμως στην έκφανση του λόγου, στη σχέση σημασίας με σημασία υπάρχει κάτι (τί;) που κάνει τον λόγο του ψυχωτικού μη-ερμηνεύσιμο (εννοώ ψυχαναλυτικά) παρά το ότι (ή εξ αιτίας του ότι;) ο αναλυτής έχει την (ψευδ)αίσθηση πως βρίσκει εκεί ό,τι συνήθως ανακαλύπτει σαν λόγο του ασυνειδήτου. Γνωρίζουμε με πόση φαινομενική ευκολία ο σχιζοφρενής αποδέχεται κάποτε τις τολμηρότερες ερμηνείες… και την μηδαμινότητα του αποτελέσματός τους. Ο ασθενής μπορεί να υιοθετήσει το φαντασιακό σύστημα του θεραπευτή, μπορεί μέσα σ’ αυτή τη σχέση να αισθανθεί εντοπίσιμος, να ταυτισθεί με τα σημαίνοντα της αναλυτικής γνώσης. Στη πραγματικότητα, καταλαβαίνει καλά ότι ο αναλυτής αρνιέται ακόμη μια φορά το νόημα και την λειτουργία της σκέψης του προς όφελος μιας αλήθειας που ο ίδιος αυτός αναλυτής απαιτεί να επιβάλλει. Αρχική και σκληρή ετερότητα της τρέλας, που την κάνει δυσπρόσιτη στην ψυχανάλυση της καθαρά φροϋδικής αυθεντικότητας. Θεωρία και κλινική, τομείς έρευνας στενά και αναπόσπαστα δεμένοι, το πρόβλημα αρχίζει — ευτυχώς! — απ’ την στιγμή που δεν συμπίπτουν, απ’ την στιγμή που υπάρχει απόσταση μεταξύ τους9 που μας δίνει το δικαίωμα να μιλάμε για αναλυτικό κίνημα.
Ἀπὸ περ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ, τεῦχος 51, Αθῆναι 1980 [στη φωτογραφία ο ποιητής με τον Παν. και τη Ζηνοβία Δρακοπούλου] Τὸ βράδυ ἐκεῖνο ἦταν βαρὺ ζεστὸ...
Ἀπὸ περ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ, τεῦχος 51, Αθῆναι 1980 Ἐλπήνορ πῶς ἦλθες… ΟΜΗΡΟΣ Τοπίο θανάτου. Ἡ πετρωμένη θάλασσα, τὰ μαῦρα κυπαρίσσια, τὸ χαμηλὸ ἀκρογιάλι ρημαγμένο...
Εποπτεία, τεύχος 45, Μάιος 1980. Μετάφραση: Μαρία Μέντζου Το ελληνικό πνεύμα πρωτοφανερώθηκε στην ποίηση. Ο κόσμος του ομηρικού έπους και όχι κάποια θρησκευτική ή πολιτειακή παράδοση...
Εποπτεία, τεύχος 43, Φεβρουάριος 1980 [1]. Αναδημοσιεύουμε τιμώντας τη μνήμη του αγαπητού συγγραφέα φεῦ-φεῦ, φρονεῖν ὡς δεινὸν ἔνθα μὴ τέλη λύει φρονοῦντι. Ταῦτα γὰρ...
Από περιοδικό «Εποπτεία», Αύγουστος 1980, σελ. 765-767. Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης [Ο κόπος της μετάφρασης (μ΄άλλα λόγια ο κόπος να συμφιλιωθεί ένα απειθάρχητο δευτερογενές υλικό με...