Διευκρινίζω ότι η μεταψυχολογική αυτή υπόθεση, την οποία δανείζομαι απ’ την P. Aulagnier30, δεν αφορά την ψύχωση παρά στο μέτρο που το Εγώ του ψυχωτικού αμύνεται ενάντια στην εισβολή του ψυχικού του χώρου απ’ τον τύπο αναπαράστασης τον οποίο περιέγραψα. Υπόθεση που υιοθετώ προσωρινά, πιστεύοντας πως επιβεβαιώνεται απ’ την αναλυτική εμπειρία, αλλά που θα παραπλανούσε εάν συνεπέθετε μια θεωρία που να περιορίζει σε δύο, και μόνον δύο, τους ψυχικούς χώρους, την εξωτερική πραγματικότητα και την «ψυχική» πραγματικότητα. Οι σχέσεις ανάμεσα στο εξωτερικό αντικείμενο και στο εσωτερικό αντικείμενο ενδοβολής είναι σίγουρα πολυπλοκότερες απ’ ό,τι αφήνει να διαφανεί το πιο πάνω σχήμα. Κι έπειτα, κάθε εξουσία παράγει ασταμάτητα μια δυαδική ιδεολογία· η αμερικανική ψυχαναλυτική ιδεολογία θεωρεί την ψυχική υγεία προσαρμογή στη πραγματικότητα, προσαρμογή όμως που μπορεί να είναι ρομποτοποίηση και καταστροφή κάθε δημιουργικότητας. Για να μπορέσει η επιθυμία ν’αποσπασθεί απ’ την υποταγή της στον πραγματικό Άλλο (η θέση του οποίου πρωταρχικά κατέχεται απ’ τη μητέρα), για να μπορέσει το υποκείμενο ν’ απελευθερωθεί απ’ την πρώτη αλλοτρίωσή του, υπάρχει ζωτική ανάγκη να δημιουργηθεί συμβολικά μέσα στη ψυχή ένας τρίτος χώρος, ο χώρος της ελεύθερης φαντασίας και του παιχνιδιού (Winnicott). Όταν ο ψυχωτικός χάνει σε μεγάλο βαθμό την μάχη για μια τέτοια απελευθέρωση, αυτό σημαίνει πως η συγκρότηση του ασυνειδήτου σε μιαν Άλλη σκηνή χάνεται κι αυτή. Διαισθανόμαστε ότι τα άσυλα είναι τα υποκατάστατα (με χειρουργική πρόθεση κατά κάποιο τρόπο) της Άλλης αυτής σκηνής, απομονώνοντας κάτι που δεν μπόρεσε να βρει το δικό του ψυχικό πεδίο έκφρασης.
Ο νευρωτικός μπορεί, όταν έρθει η στιγμή — όχι βέβαια στη πρώτη μήτε στη δέκατη ψυχαναλυτική συνέντευξη, — να συμμετάσχει στην αναλυτική κατασκευή και των πιο αρχέγονων αναπαραστάσεών του, μεταμορφώνοντάς τες ριζικά με μιά μεταφορική διαδικασία που είναι δημιουργία και όχι απλή ανακατασκευή σημασιών και ταυτισιακών ερεισμάτων. Για τον θεραπευτή του ψυχωτικού, το πρόβλημα οφείλει να είναι η στοχαστική εξερεύνηση και οικοδόμηση των προϋποθέσεων μιας αυθεντικής ερμηνευτικής δημιουργίας. Η εφαρμογή μιας τεχνολογικής τεχνικής (όπως εκείνης ωρισμένων μορφών του κλαϊνισμού), δηλαδή συστηματικού βομβαρδισμού του ασθενούς με τις ίδιες πάντα, πασίγνωστες πλέον, ερμηνείες των φαντασιακών οραμάτων του, το ταχύτερο το συχνότερο δυνατόν, οδηγεί στην «έκθλιψη» του υποκειμένου, στην επανάληψη της αλλοτρίωσης του31.
Ο Balint έχει κάνει την κριτική μιας τέτοιας πρακτικής, και τόσο ο Winnicott όσο και ο Bion, αντιδρώντας στο κλαϊνικό milieu απ’ το οποίο εντούτοις προέρχονται (ιδίως ο τελευταίος), έδειξαν τα πλεονεκτήματα μιας μερικής αναστολής των ερμηνειών στη ψυχαναλυτική θεραπεία ασθενών, που δεν παραληρούν αναγκαστικά, αλλά η προβληματική των οποίων είναι πιότερο ψυχωτική παρά νευρωτική32. Σωτήρια αυτοκριτική του Winnicott όταν γράφει: «Νομίζω ότι τώρα ερμηνεύω κυρίως αφήνοντας στον ασθενή να δει τα όρια της δικής μου κατανόησης. Η αρχή μου είναι ότι ο ασθενής και μόνον ο ασθενής έχει τις απαντήσεις…»33. Η ολοκληρωτική τεχνική του «τα πάντα είναι ερμηνεύσιμα και ερμηνευτέα» δεν είναι άσχετη με τα αδιέξοδα της παράνοιας, με την εκμηδένιση του άρρητου και της προσπάθειας εγκατάστασης ενός οικείου χώρου που χρέος μας είναι, αντίθετα, να σεβαστούμε. Το άρρητο ωστόσο δεν είναι για όλους μας το ίδιο, χρειάζεται χρόνος και λεπτότητα ακοής για να το εντοπίσει κανείς μέσα στο «σύστημα» ενός συγκεκριμένου ατόμου κι ενός συγκεκριμένου ψυχωτικού. Αν στις ψυχώσεις γενικότερα, αυτό αφορά ένα ωρισμένο τομέα του σημασιολογικού πεδίου και των σχέσεων του ατόμου με τους άλλους, είναι κάτι που αξίζει τον κόπο να ερευνηθεί. Πέραν αυτού, πέρα απ’ τις θεωρητικές βάσεις πάνω στις οποίες ένας αναλυτής στηρίζει την κλινική πρακτική του34, στο μέτρο ίσως που αναζητούμε τον ψυχωτικό σαν άγνωστο στον ίδιο του τον εαυτό, σαν μη εγκλείσιμο στα πλαίσια μιας στενά δυαδικής μετάθεσης, σαν υποκείμενο που έχει να πει κάτι δικό του, στο μέτρο αυτό μπορούμε να τον βοηθήσουμε να βρει τον δρόμο ν’ ανακαλύψει την αναλλοτρίωτη ύπαρξή του, ικανή να φανταστεί, να σκεφτεί ελεύθερα και, γιατί όχι, να κρύψει τις σκέψεις της ή να (μας) εξαπατήσει.
____________________
Σημειώσεις
Σήμερα τη μελέτη αυτή σίγουρα δεν θα την έγραφα έτσι όπως τώρα δημοσιεύεται. Οφείλω να υπογραμμίσω ότι δίχως το έργο του Freud και του Lacan και δίχως την διδασκαλία της Piera Aulagnier της οποίας επί πολλά χρόνια παρακολούθησα το σεμινάριο Sainte-Anne, η θεωρητική άρθρωση των σκέψεών μου δεν θα ήταν αυτή που είναι. Προσθέτω ότι «Η βία της ερμηνείας», με τις τόσο γόνιμες ιδέες της γύρω από την «αρχέγονη διαδικασία και την «πρωτογενή παραληρηματική σκέψη» δεν δημοσιεύτηκε παρά μόνο το 1975.
Ἀπὸ περ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ, τεῦχος 51, Αθῆναι 1980 [στη φωτογραφία ο ποιητής με τον Παν. και τη Ζηνοβία Δρακοπούλου] Τὸ βράδυ ἐκεῖνο ἦταν βαρὺ ζεστὸ...
Ἀπὸ περ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ, τεῦχος 51, Αθῆναι 1980 Ἐλπήνορ πῶς ἦλθες… ΟΜΗΡΟΣ Τοπίο θανάτου. Ἡ πετρωμένη θάλασσα, τὰ μαῦρα κυπαρίσσια, τὸ χαμηλὸ ἀκρογιάλι ρημαγμένο...
Εποπτεία, τεύχος 45, Μάιος 1980. Μετάφραση: Μαρία Μέντζου Το ελληνικό πνεύμα πρωτοφανερώθηκε στην ποίηση. Ο κόσμος του ομηρικού έπους και όχι κάποια θρησκευτική ή πολιτειακή παράδοση...
Εποπτεία, τεύχος 43, Φεβρουάριος 1980 [1]. Αναδημοσιεύουμε τιμώντας τη μνήμη του αγαπητού συγγραφέα φεῦ-φεῦ, φρονεῖν ὡς δεινὸν ἔνθα μὴ τέλη λύει φρονοῦντι. Ταῦτα γὰρ...
Από περιοδικό «Εποπτεία», Αύγουστος 1980, σελ. 765-767. Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης [Ο κόπος της μετάφρασης (μ΄άλλα λόγια ο κόπος να συμφιλιωθεί ένα απειθάρχητο δευτερογενές υλικό με...