Ὅπως εἶπα, ἡ κάθοδος τοῦ Ὀδυσσέα στὸν Ἅδη ὑπακούει στὴν ἐντολὴ τῆς Κίρκης – θεᾶς δαιμονικῆς ποὺ καθηλώνει τὸν ἥρωα καὶ τοὺς ἑταίρους μὲ τὴν ἡδονὴ τοῦ κορμιοῦ, γιὰ νὰ τοὺς παρασύρει στὴν κατάσταση τοῦ ζώου. Οἱ μισοὶ ἑταῖροι ἔχουν κολλήσει κιόλας σ’ αὐτὴν τὴ λάσπη· ὁ Ὀδυσσέας ὅμως, μὲ τὸ βότανο καὶ τὶς συμβουλὲς τοῦ Ἑρμῆ, ἀναποδογυρίζει τὴ ζωώδη ἡδονὴ τῆς μάγισσας στὸ θετικό της, ἐξανθρωπίζοντας καὶ τοὺς μισοὺς συντρόφους. Κάτι περισσότερο: ὑποταγμένη ἡ ἡδονικὴ Κίρκη στὴν ἡδονὴ ποὺ τῆς προσφέρει ὁ Ὀδυσσέας, τὸν βοηθεῖ νὰ βρεῖ τὸν δρόμο τοῦ νόστου του, ὑπὸ τὸν ὅρο ὅμως ὅτι ἡ ὁδὸς περνᾶ ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν νεκρῶν.
Ἔτσι στὸ ζεῦγος «θάνατος – νόστος» προτίθεται ἐδῶ σοφὰ τὸ θέμα τῆς ἀμφίσημης ἡδονῆς, ὅπως καλὰ τὸ εἶδε καὶ τὸ σημείωσε γιὰ τὴ «Νέκυια» τῆς δικῆς του «Κίχλης» ὁ Σεφέρης. Μόνον ὁ ἡδονικὸς Ἐλπήνωρ μὲ τὸν σαλεμένο του νοῦ, χτυπημένον ἀπὸ τὸ κρασὶ καὶ τὸν βαρὺ ὕπνο, θὰ τσακιστεῖ καὶ θὰ ξεμείνει ἄταφος στὸ νησὶ τῆς Κίρκης, ὡσότου ὁ Ὀδυσσέας καὶ οἱ ἑταῖροι, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὸν ‘Άδη, θὰ τὸν θάψουν.
ΙΙ
Ἴσως καμιὰ ἄλλη ραψῳδία τῆς Ὀδύσσειας δὲν ἔχει τὴν ἀσύμμετρη συμμετρία τῆς «Νέκυιας», ἡ ὁποία σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο θυμίζει τὰ ταφικὰ ἀγγεῖα τῆς γεωμετρικῆς ἐποχῆς.
Ἡ διήγησή της περιβάλλεται ἀπὸ εἰσαγωγὴ καὶ ἐπίλογο: ἡ εἰσαγωγὴ ἐκτείνεται σὲ 22 στίχους· ὁ ἐπίλογος σὲ 5. Τὸ σῶμα τῆς διήγησης μοιράζεται στὰ δύο, καθὼς ἀπότομα τὸ κόβει ἡ προσωρινὴ ἀναστολὴ τῶν «Ἀπολόγων», ποὺ τὴν προκαλοῦν ἡ Ἀρήτη καὶ ὁ Ἀλκίνοος. Ἡ ἀνακοπὴ πέφτει ἀκριβῶς στὴ μέση της ραψωδίας, διαρκεῖ 61 στίχους, ποὺ ἀφαιροῦνται ὅμως ἀπὸ τὸ δεύτερο μέρος, τὸ ὁποῖο γίνεται ἔτσι ἐλαφρότερο.
Τρεῖς συνομιλίες τοῦ Ὀδυσσέα καλύπτουν τὴν πρώτη ζώνη: μὲ τὸν Ἐλπήνορα, τὸν Τειρεσία, τὴν Ἀντίκλεια. Τρεῖς καὶ τὴ δεύτερη: μὲ τὸν Ἀγαμέμνονα, τὸν Ἀχιλλέα, τὸν Αἴαντα. Κατάλογοι ἐπικοσμοῦν καὶ τὶς δύο ζῶνες: ἡρωίδων τὴ μία φορά, ποὺ φτάνουν στὸν ἀριθμὸ 14· ἡρώων τὴν ἄλλη, ποὺ δὲν ξεπερνοῦν τοὺς 5. Ὁ τελευταῖος πάντως ἥρωας, ὁ Ἡρακλῆς, ἐξέχει ἀπὸ τὸ καταλογικὸ σύστημα ὡς διπλὴ ἐξαίρεση: θνητὸς στὸν Ἅδη, ἀθάνατος στὸν Ὄλυμπο· ὁ μόνος ποὺ μιλᾶ καὶ ἀπευθύνεται στὸν Ὀδυσσέα σὲ εὐθὺ λόγο.
Οἱ τρεῖς συνομιλίες καθεμιᾶς ζώνης μὲ τὴν καταλογικὴ διακόσμησή τους αὐξάνουν τὴν κεφαλαιώδη τριάδα σὲ τετράδα· ἂν συνυπολογιστεῖ καὶ ἡ διακοπή, οἱ συνθετικὲς μονάδες τῆς «Νέκυιας» γίνονται ἐννέα – μέτρα ποὺ ἀναγνωρίζονται καὶ στὴ γενικότερη σύνταξη τῶν «Ἀπολόγων».
Ὄχι, δὲν πρόκειται γιὰ σχολαστικὸ σύμπλεγμα ἀριθμῶν· σ’ αὐτὸν τὸν ἄβακα ἐλέγχεται ἀκριβῶς ἡ ἀσύμμετρη συμμετρία, γιὰ τὴν ὁποία μίλησα· αὐτὸν τὸν ἄβακα χειρίζεται ὁ ποιητὴς τῆς Ὀδύσσειας μὲ εἰρωνικὴ μαεστρία, ἀλλάζοντας καθ’ ὁδὸν τὶς ἰσόρροπες ἀναλογίες τῆς σύνθεσης.
Στὴν πρώτη ζώνη συντάσσονται τρεῖς συνομιλίες ποὺ ἀφοροῦν ἀμέσως στὸν Ὀδυσσέα: ὁ Ἐλπήνωρ εἶναι οἰκεῖος ἑταῖρος τοῦ νόστου, ποὺ ἔμεινε ἄταφος στὸ νησὶ τῆς Κίρκης καὶ πρέπει νὰ ταφεῖ τὸ γρηγορότερο, γιὰ νὰ ἡσυχάσει ἡ ψυχή του στὸν Ἅδη· ὁ Τειρεσίας προορίστηκε ἤδη, ἀπὸ τὴ δαιμονικὴ θεά, νὰ δείξει στὸν ἥρωα τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς του· ἡ Ἀντίκλεια, ποὺ ὁ πόνος τοῦ παιδιοῦ της τὴν ἔστειλε νωρίτερα στὸν κόσμο τῶν νεκρῶν, συστήνει τὸ οἰκογενειακὸ σῆμα τῆς Ἰθάκης – γύρω της περιστρέφονται πρόσωπα καὶ ὀνόματα, τὰ πιὸ ἀγαπημένα τοῦ Ὀδυσσέα: ἡ Πηνελόπη, ὁ Τηλέμαχος, ὁ Λαέρτης.
Σ’ αὐτὸν τὸν ἐσωτερικὸ κύκλο τῆς «Νέκυιας» ἀντιστοιχεῖ ὁ ἄλλος, ὁ ἐξωτερικός, μὲ τοὺς μεγάλους τώρα ἑταίρους τοῦ τρωικοῦ πολέμου: τὸν Ἀγαμέμνονα, τὸν Ἀχιλλέα, τὸν Αἲαντα. Ὁ πρῶτος κύκλος κοιτάζει πιὸ πολὺ στὸ μέλλον ὁ δεύτερος στὸ παρελθόν. Στὸν ἕνα κύκλο ἐγγράφονται τὰ προγραμματισμένα καὶ ἀπαραίτητα· στὸν ἄλλο τὰ πρόσθετα καὶ ἀπρογραμμάτιστα. Ἡ ἐνδιάμεση ἀνακοπὴ τῆς ἀφήγησης συγχρόνως διακρίνει τοὺς δύο κύκλους, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀντικρίζει: ἡ μοίρα τοῦ πολεμιστῆ ἀνακλᾶται στὰ πάθη τοῦ θαλασσινοῦ, ποὺ κινδυνεύει νὰ χάσει τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς καὶ τὸν ψάχνει ἀπελπισμένα, ἀκόμη καὶ στὸν κάτω κόσμο.
Ὁ κάτω κόσμος ἔχει κι αὐτὸς τὸν τόπο του καὶ τοὺς δικούς του ἐνοίκους. Τὸ τοπίο του τὸ περιέγραψε ἤδη, μὲ γεωγραφικὲς μάλιστα λεπτομέρειες, ἡ Κίρκη στὴν προηγούμενη ραψωδία, ὅταν ἔδινε στὸν Ὀδυσσέα τὶς ἐντολὲς καὶ τὶς συμβουλές της. Τώρα ἡ περιγραφὴ συμπληρώνεται μὲ πρόσθετα στοιχεῖα ποὺ ὁρίζουν πιὸ πολὺ τὴν ἀτμόσφαιρα. Ὁ Ἅδης βρίσκεται στὰ πέρατα τοῦ Ὠκεανοῦ, πέρα ἀπὸ τὶς βαθιὲς ροές του, κολλητὰ στὴ χώρα τῶν Κιμμερίων, ποὺ δὲν τοὺς βλέπει ποτὲ ὁ ἥλιος – βαρὺ καὶ ἀσήκωτο σκοτάδι τοὺς σκεπάζει μέρα νύχτα.
Ταξίδι στη Νέκυια Η εικαστική της πραγμάτωση στον Πολύγνωτο και τον Μπότσογλου Αθήνα 2010 Εισαγωγή Η ψυχή σαν τ’ όνειρο φτερουγίζει και φεύγει αλλά στρέψε...
Ἀπὸ περ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ, τεῦχος 51, Αθῆναι 1980 [στη φωτογραφία ο ποιητής με τον Παν. και τη Ζηνοβία Δρακοπούλου] Τὸ βράδυ ἐκεῖνο ἦταν βαρὺ ζεστὸ...
Ἀπὸ περ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ, τεῦχος 51, Αθῆναι 1980 Ἐλπήνορ πῶς ἦλθες… ΟΜΗΡΟΣ Τοπίο θανάτου. Ἡ πετρωμένη θάλασσα, τὰ μαῦρα κυπαρίσσια, τὸ χαμηλὸ ἀκρογιάλι ρημαγμένο...
[Από το Parables, μτφρ. Willa και Edwin Muir, Schocken Books Inc, 1946] Απόδειξη ότι ανεπαρκή ή και παιδιάστικα τεχνάσματα μπορεί να σώσουν κάποιον από τον...
Άπο το James Joyce and the Making of Ulysses, University of Indiana Press, 1960 Τον Τζόυς τον συνάντησα ξανά, κατά τύχη αυτή τη φορά, λίγο...
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ Ὁ ἡδονικός ἑλπήνωρ Άπὸ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ἐκδ. ΙΚΑΡΟΣ, Ἀθήνα 2000 […] —Τ’ ἀγάλματα εἶναι στὸ μουσεῖο. —Ὄχι, σὲ κυνηγοῦν, πῶς δὲν τὸ βλέπεις; θέλω...
Στήν Έλλη, Χριστούγεννα 1931 Άπό Ποιήματα, έκδ. ΙΚΑΡΟΣ, 20η ἔκδ,, Άθῆναι 2000 Εὐτυχισμένος ποὺ ἔκανε τὸ ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα. Εὐτυχισμένος ἂν στὸ ξεκίνημα, ἔνιωθε γερὴ...