Μετὰ τὸν φόνο καὶ τὸν διασυρμὸ τοῦ Ἕκτορα, ὁ Ἀχιλλέας σύρεται στὴ σκηνὴ τοῦ Ἀγαμέμνονα· οἱ κήρυκες προσπαθοῦν νὰ τὸν πείσουν νὰ λούσει τὸ σῶμα του, νὰ τὸ καθαρίσει ἀπὸ τὸν λύθρο τῆς φονικῆς μάχης· ἐκεῖνος ἀρνεῖται κι ὁρκίζεται νὰ μὴ λουστεῖ, ὡσότου παραδώσει τὸν νεκρό του φίλο στὴν πυρὰ καὶ τοῦ σηκώσει σῆμα. Κι ἐνῶ οἱ ἄλλοι Μυρμιδόνες, μετὰ τὸ δεῖπνο, πηγαίνουν στὶς σκηνὲς γιὰ ὕπνο, αὐτὸς ξαπλώνει στὸ ἀκρογιάλι, ἀλλὰ ὁ πόνος δὲν τὸν ἀφήνει νὰ κοιμηθεῖ.
Ἀργὰ τὸν παίρνει ὁ ὕπνος, λύνοντας τὰ καταπονημένα μέλη του – καὶ τότε ἐμφανίζεται ἡ ψυχὴ τοῦ Πατρόκλου, εἴδωλο ὁλόιδιο μὲ τὴ ζωντανὴ εἰκόνα του: ἀνάστημα, πρόσωπο, φωνή, ροῦχα, ὅλα ἀπαράλλαχτα.
Ἡ ψυχὴ τοῦ φίλου ἐλέγχει τὸν φίλο ποὺ κοιμᾶται, ἐνῶ ὁ ἴδιος παραμένει ἀκόμη ἄταφος καὶ δὲν μπορεῖ νὰ περάσει τὶς πύλες τοῦ Ἅδη. Ὀλοφύρεται ὁ νεκρὸς Πάτροκλος, ἀναζητεῖ τὸ χέρι τοῦ Ἀχιλλέα, ὁμολογώντας πὼς αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ τελευταία τους ἐπαφή. Προφητεύει πὼς καὶ τὸν Ἀχιλλέα τὸν περιμένει γρήγορος θάνατος· παρακαλεῖ, ὅταν θὰ ἔλθει ἡ μοιραία ὥρα, νὰ προνοήσει, ὥστε νὰ σμίξουν τὰ ὀστά τους στὸν ἴδιο χρυσὸ ἀμφορέα, νὰ τὰ σκεπάσει τὸ ἴδιο σῆμα.
Μέσα στὸν ὕπνο του ὁ Ἀχιλλέας ὑπόσχεται τρυφερὰ στὸν φίλο πὼς θὰ ἐκτελεστοῦν ὅλες οἱ ἐντολές του. Καὶ τώρα τὸν παρακαλεῖ: νὰ πλησιάσει, νὰ δώσουνε τὰ χέρια, νὰ σφιχταγκαλιαστοῦν γιὰ τελευταία φορά, νὰ ἑνώσουν τὸν δίδυμο ὀδυρμό τους. Μιλώντας ἁπλώνει τὰ δικά του χέρια – ὅμως ἡ ψυχὴ τοῦ Πατρόκλου πάραυτα ἐξαφανίζεται, σὰν καπνός, ἀφήνοντας πίσω της ἕναν τριγμό.
Ἀλλόφρων πετάγεται ἀπὸ τὸν ὕπνο ὁ Ἀχιλλέας καὶ μπροστὰ στοὺς κατάπληκτους Μυρμιδόνες χτυπᾶ τὰ ἄδεια του χέρια, φωνάζει σπαραχτικά: ἀλίμονο, ἂν καὶ στὸν Ἅδη κάτι μένει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο (ἡ ψυχή, τὸ εἴδωλό του), οἱ φρένες του ὅμως (ποὺ δίνουν ζωὴ στὸ σῶμα καὶ στὸν νοῦ) δὲν εἶναι πιὰ ἐκεῖ. Ἐξιστορώντας τὸ ὅραμά του στοὺς ἑταίρους Μυρμιδόνες, ὁ Ἀχιλλέας σηκώνει ὁλονύκτιο θρῆνο· ὥσπου ἔρχεται ἡ Αὐγή, κι ὅλους τους βρίσκει γύρω ἀπὸ τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Πατρόκλου (Ἰλ. Ψ 35-110).
Ὁ πυρήνας τῆς ἰλιαδικῆς αὐτῆς σκηνῆς (ἡ ἀσώματη δηλαδὴ σκιὰ τοῦ νεκροῦ, ἡ ὁποία ἀποκλείει κάθε σωματικὴ ἐπαφὴ του πιὰ μὲ τοὺς ζῶντες) πιθανὸν ἀνήκει στὴν ἐσχατολογικὴ παράδοση τῆς ἀρχαϊκῆς ἐποχῆς, ποὺ ἐπιβίωσε στὰ κλασικὰ ἀλλὰ καὶ στὰ μεταγενέστερα χρόνια. Στὸν ποιητὴ τῆς Ἰλιάδας ὀφείλεται ὁ μετασχηματισμὸς τῆς δοξασίας αὐτῆς σὲ ἐνύπνιο σπαραχτικὸ διάλογο ἀνάμεσα στὸν νεκρὸ Πάτροκλο καὶ στὸν ζωντανὸ ἀκόμη Ἀχιλλέα – ὡς γνωστόν, πρόκειται γιὰ τὸ διασημότερο ἑταιρικὸ ζεῦγος τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας.
Ἡ βέβαιη σχεδὸν φήμη τῆς ἰλιαδικῆς σκηνῆς πέρασε, πιστεύω, στὸν ποιητὴ τῆς Ὀδύσσειας, ὁ ὁποῖος ἀφομοίωσε καὶ μεταμόρφωσε στὸ πλαίσιο τῆς δικῆς του «Νέκυιας» τὸ φημισμένο ἰλιαδικὸ πρότυπο. Ἡ μεταμόρφωση δείχνει ὅτι ἡ πρότυπη ἰλιαδικὴ σκηνὴ μοιράστηκε στὴν ὀδυσσειακη «Νέκυια» στὰ δύο. Ἡ μισὴ ἀνάκλασή της ἐλέγχεται στὸν ἑταιρικὸ διάλογο Ἐλπήνορα καὶ Ὀδυσσέα, ὅπου οἱ συνθῆκες εἶναι λίγο πολὺ παρόμοιες μὲ ἐκεῖνες τοῦ ἰλιαδικοῦ προτύπου: ὁ ἄταφος νεκρὸς ἑταῖρος ζητεῖ ἀπὸ τὸν φίλο του (ἐδῶ ἀπὸ τὸν ἀρχηγό του) τὴν ταφή του, γιὰ νὰ περάσει ἥσυχη ἡ ψυχή του τὶς πύλες τοῦ Ἅδη.
Τὸ ἄλλο μισὸ ὅμως τῆς ἰλιαδικῆς σκηνῆς, καὶ τὸ σημαντικότερο (ἡ ἀδυναμία δηλαδὴ σωματικῆς ἐπαφῆς μεταξὺ νεκροῦ καὶ ζῶντος), ἐφαρμόζεται τώρα στὸ ζεῦγος Ὀδυσσέα καὶ Ἀντίκλειας, γιοῦ καὶ μάνας. Ἡ μεταμόρφωση ἔγινε μὲ ἐξαιρετικὰ τολμηρὸ τρόπο. Δὲν ἄλλαξαν μόνον τὰ ὑποκείμενα τοῦ ἰλιαδικοῦ ζεύγους· ἡ ὀνειρικὴ ἐπιφάνεια καὶ ὁ ὀνειρικὸς διάλογος Πατρόκλου καὶ Ἀχιλλέα μετασχηματίστηκαν σὲ συνομιλία τοῦ Ὀδυσσέα καὶ τῆς Ἀντίκλειας στὸν κάτω κόσμο. Καὶ τὸ σημαντικότερο: ἀντὶ τῆς συνοπτικῆς ἀναγνώρισης τοῦ Ἀχιλλέα ὅτι ἀπὸ τὸν ζωντανὸ ἄνθρωπο δὲν ἀπομένει στὸν Ἅδη παρὰ μόνο τὸ εἴδωλο καὶ ἡ ψυχή του, ὄχι ὅμως καὶ οἱ φρένες του· στὴν ὀδυσσειακὴ μετάπλαση τοῦ ἴδιου μοτίβου ἀκοῦμε τὴ διεξοδικότερη ἐπιβεβαίωση τῆς νεκρῆς Ἀντίκλειας στὸν ζώντα Ὀδυσσέα ὅτι ἡ ἀμετάκλητη μοίρα τῶν βροτῶν ἐπιβάλλει, ὅταν πεθαίνουν, νὰ διαλύονται νεῦρα καὶ σάρκα, δαμασμένα ἀπὸ τὴν ἐπικήδεια πυρά, νὰ ἐγκαταλείπει ὁ θυμὸς τὰ λευκὰ ὀστά, καὶ ἡ ψυχὴ νὰ φεύγει, νὰ πετᾶ πρὸς τὸν Ἅδη, σὰν ὄνειρο.
Εἰδικότερα ἡ παρομοίωση, ποὺ ἐξομοιώνει τὸ εἴδωλο τοῦ νεκροῦ μὲ σκιὰ καὶ ὄνειρο (Ὀδ. λ 207), τὴν ψυχὴ τοῦ νεκροῦ, ποὺ ἐγκαταλείπει τὸ σῶμα του καὶ φτερουγίζει, μὲ ὄνειρο (Ὀδ. λ 222), πιστεύω ὅτι ἀποτελεῖ ἔμμεση παραπομπὴ τοῦ ποιητῆ τῆς Ὀδύσσειας στὸ διάσημο ἰλιαδικὸ πρότυπο. Στὴν οἰκεία σκηνὴ τῆς Ἰλιάδας ἡ ψυχὴ τοῦ Πατρόκλου ἐμφανίζεται στὸ ὄνειρο τοῦ Ἀχιλλέα· στὴν ὀδυσσειακὴ μεταγραφὴ τῆς «Νέκυιας» ἡ ὀνειρικὴ σκηνοθεσία τῆς Ἰλιάδας ὑποδηλώνεται μὲ διπλασιασμένη παρομοίωση, ποὺ θέλει τὸ εἴδωλο τοῦ νεκροῦ ὅμοιο μὲ σκιὰ καὶ ὄνειρο. Ἐφεξῆς ἡ παρομοίωση αὐτὴ ἔγινε κοινὸς τόπος στὴν ἀρχαία ἀλλὰ καὶ στὴ νεότερη λογοτεχνία.
Ταξίδι στη Νέκυια Η εικαστική της πραγμάτωση στον Πολύγνωτο και τον Μπότσογλου Αθήνα 2010 Εισαγωγή Η ψυχή σαν τ’ όνειρο φτερουγίζει και φεύγει αλλά στρέψε...
Ἀπὸ περ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ, τεῦχος 51, Αθῆναι 1980 [στη φωτογραφία ο ποιητής με τον Παν. και τη Ζηνοβία Δρακοπούλου] Τὸ βράδυ ἐκεῖνο ἦταν βαρὺ ζεστὸ...
Ἀπὸ περ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ, τεῦχος 51, Αθῆναι 1980 Ἐλπήνορ πῶς ἦλθες… ΟΜΗΡΟΣ Τοπίο θανάτου. Ἡ πετρωμένη θάλασσα, τὰ μαῦρα κυπαρίσσια, τὸ χαμηλὸ ἀκρογιάλι ρημαγμένο...
[Από το Parables, μτφρ. Willa και Edwin Muir, Schocken Books Inc, 1946] Απόδειξη ότι ανεπαρκή ή και παιδιάστικα τεχνάσματα μπορεί να σώσουν κάποιον από τον...
Άπο το James Joyce and the Making of Ulysses, University of Indiana Press, 1960 Τον Τζόυς τον συνάντησα ξανά, κατά τύχη αυτή τη φορά, λίγο...
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ Ὁ ἡδονικός ἑλπήνωρ Άπὸ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ἐκδ. ΙΚΑΡΟΣ, Ἀθήνα 2000 […] —Τ’ ἀγάλματα εἶναι στὸ μουσεῖο. —Ὄχι, σὲ κυνηγοῦν, πῶς δὲν τὸ βλέπεις; θέλω...
Στήν Έλλη, Χριστούγεννα 1931 Άπό Ποιήματα, έκδ. ΙΚΑΡΟΣ, 20η ἔκδ,, Άθῆναι 2000 Εὐτυχισμένος ποὺ ἔκανε τὸ ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα. Εὐτυχισμένος ἂν στὸ ξεκίνημα, ἔνιωθε γερὴ...