Σὲ πρώτη ματιὰ ἡ διακοπὴ τῆς διήγησης στὴ μέση της «Νέκυιας» φαίνεται ἀπροσδόκητη καὶ κάπως ἄβολη· κόβει τὴ συνέχειά της καὶ μᾶς ἐπαναφέρει ἀπὸ τὸ παρελθὸν στὸ παρόν, ἀπὸ τὸν Ἅδη στὸ παλάτι τοῦ Ἀλκινόου –καὶ μάλιστα μὲ θέματα πολὺ πρακτικά, ὅπως εἶναι ἡ περασμένη πιὰ ὥρα, ἡ κούραση, ἡ ἀνάγκη γιὰ ὕπνο.
Παρὰ ταῦτα, ἡ ξαφνικὴ αὐτὴ προσγείωση τῆς μακρᾶς διήγησης τῶν «Ἀπολόγων» σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο ἔχει τὸν δικό της ποιητικὸ λόγο: ὁ Ὀδυσσέας δοκιμάζει τοὺς ἀκροατές του (τοὺς Φαίακες ποὺ τὸν ἀκοῦν, τὴν Ἀρήτη καὶ τὸν Ἀλκίνοο)· ἀλλὰ καὶ ὁ ποιητὴς τῆς Ὀδύσσειας τὸ δικό του ἀκροατήριο (τῆς ἐποχῆς του καὶ κάθε ἐποχῆς). Ὁ ἑλιγμὸς γίνεται μὲ κάποια δόση εἰρωνείας, ἂν προσέξουμε ποῦ καὶ πῶς καταλήγει.
Κόβοντας ὁ Ὀδυσσέας, αὐθαίρετα κάπως, τὸ νῆμα τῆς διήγησής του, μοιάζει νὰ κοιτάζει γύρω του· ὅλοι ἔχουν μείνει κατάπληκτοι, μαγεμένοι, ἄφωνοι. Κάποτε σπάζει τὴ σιωπὴ ἡ Ἀρήτη, γιὰ νὰ πεῖ τὸν δικό της πρῶτο ἔπαινο: ὁ ξένος τὴν ἔχει κερδίσει (ἔγινε δικός της: ξεῖνος δ’ αὐτ’ ἐμός ἐστιν) μὲ τὴν ὀμορφιά του, τὸ παράστημά του, προπαντὸς μὲ τὸν τόσο ἔξυπνο καὶ ζυγισμένο νοῦ του· οἱ Φαίακες ὀφείλουν νὰ ἀναγνωρίσουν καὶ πρακτικῶς τὶς ἀποδεδειγμένες ἀρετὲς τοῦ Ὀδυσσέα· νὰ μὴν τὸν ἀφήσουν νὰ φύγει τὸ ἄλλο πρωί· νὰ φανοῦν γενναιόδωροι· νὰ τὸν ἀμείψουν μὲ πρόσθετα πλούσια δῶρα.
Ὁ Ἐχένηος, ὁ γεροντότερος ἀνάμεσα στοὺς Φαίακες, βρίσκει πὼς ὅλοι συμφωνοῦν μὲ τὴν Ἀρήτη, ὁ τελικὸς ὅμως λόγος πέφτει στὸν Ἀλκίνοο. Ἐκεῖνος, μὲ τὴν πρώτη του παρέμβαση, ρυθμίζει ἀμέσως ὅλες τὶς πρακτικὲς λεπτομέρειες: ἂς κάνει ὑπομονὴ ὁ ξένος ἀκόμη μία ἡμέρα· ἔτσι ὁ νόστος του θὰ φτουρίσει σὲ ὑλικὲς ἀπολαβές. Ὁ Ὀδυσσέας, πολυμήχανος, ἀποδέχεται πρόθυμα τὴν πρόταση καὶ τὴν προσφορὰ τοῦ Ἀλκινόου, δίχως περιττὲς τσιριμόνιες.
Μ’ αὐτὰ ὅμως καὶ μ’ αὐτά, πάει νὰ ξεχαστεῖ ἡ κομμένη διήγηση τοῦ ξένου, καὶ ὁ Ἀλκίνοος φαίνεται νὰ ἐνδιαφέρεται προπάντων γιὰ τὴ συνέχειά της – σ’ αὐτὸν τὸν στόχο σκοπεύει ὁ δεύτερος λόγος του. Ὁ δικός του ἔπαινος γιὰ τὸν ξένο θὰ ἀποδειχτεῖ πολὺ πιὸ συγκεκριμένος ἀπὸ ἐκεῖνον τῆς Ἀρήτης, καθὼς περιστρέφεται ἀκριβῶς γύρω ἀπὸ τὴ διηγητικὴ μαεστρία τοῦ Ὀδυσσέα. Ὁ φιλόξενος βασιλιὰς ἀπαλλάσσει πρῶτα τὸν ἥρωα ἀπὸ κάθε ἀρνητικὴ ὑποψία: ὄχι, αὐτὸς ὁ ξένος δὲν μοιάζει μὲ τοὺς ἄλλους, ποὺ περιφέρονται ἀνὰ τὸν κόσμο καὶ ἐξαπατοῦν τοὺς ἀφελεῖς μὲ τὶς φανταστικὲς καὶ ἀπίθανες ἱστορίες τους. Καὶ τώρα ὁ θετικὸς ἔπαινος: αὐτὸς ὁ ξένος ξέρει νὰ δίνει στὸν λόγο του μορφή, καὶ τὸ μυαλὸ του ἀστράφτει· κατέχει στὴν ἐντέλεια τὴν τέχνη τῆς διήγησης, ὅσο καὶ ὅπως ἕνας ἐπαγγελματίας ἀοιδός, ἐπισταμένως.
Μεγαλύτερος ἔπαινος γιὰ τὸν Ὀδυσσέα δὲν θὰ μποροῦσε αὐτὴν τὴν ὥρα νὰ ἀκουστεῖ· γιατί ἡ ἐξομοίωσή του μὲ ἐπιστάμενον ἀοιδὸν ὄχι μόνο τὸν συγκρίνει μὲ τὸν μουσόληπτο Δημόδοκο καὶ τοὺς ἄλλους ἄξιους ὁμοτέχνους, ἀλλὰ φαίνεται νὰ τὸν ἀνεβάζει καὶ ἕνα σκαλὶ πιὸ πάνω.
Ἂν ἡ «Νέκυια» δείχνει, ὅπως εἶπα, τὸν ἄπατο βυθὸ τῆς Ὀδύσσειας, τότε εἶναι πολὺ πιθανόν, ἂν ὄχι βέβαιο, ὅτι ὁ ποιητὴς τοῦ ἔπους διάλεξε αὐτὴ τὴν προσωρινὴ ἀνακοπὴ τῆς διήγησης τοῦ ἥρωά του, γιὰ νὰ καθρεφτίσει καὶ τὸ δικό του προσωπεῖο στὰ σκοτεινὰ νερὰ τῆς «Νέκυιας» – διακριτικὰ ὅμως καὶ εἰρωνικά, πίσω καὶ κάτω ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ πολύτροπου Ὀδυσσέα, ποὺ ἡ ὑψηλότερη ἀρετή του ἀποδεικνύεται ἐδῶ πὼς εἶναι ἡ ἴδια ἡ τέχνη τῆς ἐπικῆς ποίησης, ἡ τέχνη τῆς Ὀδύσσειας.
Ταξίδι στη Νέκυια Η εικαστική της πραγμάτωση στον Πολύγνωτο και τον Μπότσογλου Αθήνα 2010 Εισαγωγή Η ψυχή σαν τ’ όνειρο φτερουγίζει και φεύγει αλλά στρέψε...
Ἀπὸ περ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ, τεῦχος 51, Αθῆναι 1980 [στη φωτογραφία ο ποιητής με τον Παν. και τη Ζηνοβία Δρακοπούλου] Τὸ βράδυ ἐκεῖνο ἦταν βαρὺ ζεστὸ...
Ἀπὸ περ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ, τεῦχος 51, Αθῆναι 1980 Ἐλπήνορ πῶς ἦλθες… ΟΜΗΡΟΣ Τοπίο θανάτου. Ἡ πετρωμένη θάλασσα, τὰ μαῦρα κυπαρίσσια, τὸ χαμηλὸ ἀκρογιάλι ρημαγμένο...
[Από το Parables, μτφρ. Willa και Edwin Muir, Schocken Books Inc, 1946] Απόδειξη ότι ανεπαρκή ή και παιδιάστικα τεχνάσματα μπορεί να σώσουν κάποιον από τον...
Άπο το James Joyce and the Making of Ulysses, University of Indiana Press, 1960 Τον Τζόυς τον συνάντησα ξανά, κατά τύχη αυτή τη φορά, λίγο...
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ Ὁ ἡδονικός ἑλπήνωρ Άπὸ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ἐκδ. ΙΚΑΡΟΣ, Ἀθήνα 2000 […] —Τ’ ἀγάλματα εἶναι στὸ μουσεῖο. —Ὄχι, σὲ κυνηγοῦν, πῶς δὲν τὸ βλέπεις; θέλω...
Στήν Έλλη, Χριστούγεννα 1931 Άπό Ποιήματα, έκδ. ΙΚΑΡΟΣ, 20η ἔκδ,, Άθῆναι 2000 Εὐτυχισμένος ποὺ ἔκανε τὸ ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα. Εὐτυχισμένος ἂν στὸ ξεκίνημα, ἔνιωθε γερὴ...